Κρίση

Με την έλευση του νέου έτους, έλαβα επιστολή του αναγνώστη – και ως φαίνεται φιλαναγνώστη – κυρίου Θ.Τ., με την οποία διατυπώνει κάποιες παρατηρήσεις γύρω από το μικρό αφιέρωμα των «ΝΕΩΝ του Σαββατοκύριακου» στο τέλος του ’18 (22-23.12.18), όπου εννιά ποιητές και ποιήτριες απαντούσαν στο ερώτημα «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης;». Αισθάνθηκα ότι αξίζει να δώσουμε μια μικρή συνέχεια σε εκείνο το αφιέρωμα μέσω των παρατηρήσεων του αγαπητού Θ.Τ., η βασική ένσταση του οποίου είναι ότι «τόσοι καλοί ποιητές και ποιήτριες δεν αναφέρεστε καθόλου σε αυτό που λέει και η πρώτη σελίδα της εφημερίδας, όπου γίνεται λόγος για το αν «Υπάρχει ποίηση στην καθημερινότητα;»».

«Αρχικώς, ομολογώ», συνεχίζει ο φίλος αναγνώστης, «χάρηκα που είδα την ποίηση να «καταλαμβάνει» μέρος της πρώτης σελίδας των «ΝΕΩΝ», όμως όταν διάβασα τις σχετικές απαντήσεις των ποιητ(ρι)ών διεπίστωσα ότι καμία και κανείς δεν αναφερόταν σε αυτό ακριβώς που υπονοούσε η πρώτη σελίδα, δηλαδή στην «πεζή καθημερινότητα». Τους αναφέρω με τη σειρά που εμφανίζονται στο αφιέρωμά σας: Η κυρία Ηλιοπούλου έγραψε κάπως αφηρημένα ότι «Η ποιητική εμπειρία είναι σωματοποιημένος χρόνος» και ότι «[όλα αναδύονται] από την αφάνεια στην υλικότητα της αντίληψής σου», (άρα όλα είναι εξίσου ποιητικά και όλοι ποιητές;), η κυρία Μπούκοβα βρήκε το ποιητικό στις «απορίες του Ζήνωνα, τα κοάν των ζεν δασκάλων» αλλά και «στο παράδοξο και το άπειρο», όπως τα διατυπώνει η σύγχρονη φυσική (πολλοί όμως τα διατύπωσαν και πριν από αυτήν), η κυρία Τοπάλη βρίσκει ποιητικές τις έξυπνες διαφημίσεις και τα λόγια των πωλητών στις λαϊκές, τοποθετώντας το γλωσσικό ρίσκο (τη γνωστή, το πάλαι, λυρική τόλμη;) στην καρδιά της ποίησης, ο κύριος Λούντζης βρίσκει ποιητικότητα στις κηδείες και τα πένθη, ο κύριος Ιωαννίδης εμπνέεται από δημοσιογραφικές ειδήσεις  όπως η εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο, η κυρία Κωτούλα παραθέτει ως ποιητικές πολλές «γλυκές» εικόνες όπως «τη γλύκα στον χτύπο του αίματος γερμένη στο μπράτσο του αγαπημένου μου», η κυρία Ζαφειροπούλου προσπαθεί να ορίσει την ποιητικότητα ως μια εκδήλωση υπόγειων ποταμών που «αναβλύζουν ως ορατές πηγές», η κυρία Μάρβιν συναντάει τα πραγματικά ποιήματα, άγραφτα και ανείπωτα, στα όνειρά της (άρα τα κανονικά ποιήματα στο χαρτί δεν είναι πραγματικά, είναι απομιμήσεις;), τέλος εσείς, κύριε Απέργη γράφετε, υπεκφεύγοντας, ένα σονέτο «με τον τρόπο του παλαιού καιρού» που αναφέρει ως πηγές έμπνευσης τη φύση και τις αναμνήσεις, άρα επίσης δεν κομίζει κάτι καινούριο στην αντίληψή μας περί του τι είναι «ποιητικό», δηλαδή τι μας κάνει στις μέρες μας να γράφουμε ποιήματα. Αυτό το τελευταίο θέλω να τονίσω: Τι μας κάνει να γράφουμε και να διαβάζουμε ποιήματα στις μέρες μας, τώρα; Ο,τι αναφέρουν οι εννιά ποιήτριες/ποιητές του αφιερώματός σας ηχεί «έξω από την εποχή», ακούγεται «παντός καιρού και πάσης χρήσεως», θα μπορούσε να το ισχυριστεί και ένας αρχαίος και ένας του Μεσαίωνα, και μία της Αναγέννησης και ένας του Ρομαντισμού ή του Μοντερνισμού. Αρα οι διατυπώσεις και των εννέα σας μου ακούστηκαν κάπως (νεο)συντηρητικές! Αλλάζει κάτι στην εποχή μας; Υπάρχει νέα πηγή ποίησης και ποιητικότητας; Εχει δίκιο ο Adorno που κάτι οσμίστηκε από τη «μεγάλη αλλαγή» του 20ού αιώνα, όταν έγραψε ότι «Το να γράφει κανείς ποίηση μετά το Αουσβιτς είναι πράξη βαρβαρότητας»; Η κοινωνική πραγματικότητα βοά – οι ποιητές μας δεν την ακούνε; Τόσο «άχρονη» πια θέλει να είναι η ποίηση; Με τιμή, Θ.Τ.».

Απόκριση

Θεωρώ ότι άξιζε να παραθέσω μεγάλο μέρος της επιστολής που έλαβα. Μας υπενθυμίζει πόσο λείπουν από τον συγκροτημένο δημόσιο διάλογο εκτενείς συζητήσεις και κυρίως αντιμαχίες – διαφωνίες διά λόγου – με οργανωμένη επιχειρηματολογία γύρω από τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Φτάνουν οι πολιτικές αντιμαχίες, δεν νομίζετε;

Αρα καλό θα ήταν να οργανώσουμε ή έστω να επιθυμήσουμε και αισθητικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές αντιμαχίες – ακόμα και τα πολιτικά θα μπορούσαν να συζητώνται με πιο φιλοσοφικούς και πολύ λιγότερο περιστασιακούς – ανεκδοτολογικούς όρους. Αν συλλογικά ετοιμαστούμε να αποδεχτούμε και να γεννήσουμε νέους «διαλόγους πάνω στην ποίηση», όπως εκείνος ο παλιός μεταξύ Σεφέρη και Τσάτσου, τότε θα έχουμε αλλάξει υπόδειγμα ως κοινωνία (θα έχουμε επιτύχει το αγγλιστί, κατά Thomas Kuhn, «paradigm shift»).

Επί της ουσίας των ενστάσεών του, ετοίμασα μια μικρή απάντηση για τον φίλο Θ.Τ. και, μαζί, ένα συμβιβαστικό… ποίημα. Ιδού:

Το ποιητικό το συναντώ σε κάτι ποιητικά μάτια, όχι όμως «τόσο γρήγορα χαμένα», γιατί είναι τα μάτια της γυναίκας μου που βλέπω κάθε μέρα. Οπου κι αν εγώ το συναντώ, το ποιητικό συναντάται παντού. Τι είναι το ποιητικό; Δύσκολο ερώτημα, αλλά όλοι λίγο – πολύ νιώθετε την απάντησή του, συνήθως κάπως διαισθητικά. Αν θέλετε μπούσουλα, ας πούμε ότι το «ποιητικό» είναι αυτό που όταν το δεις, το ακούσεις, το αισθανθείς με όποιον τρόπο, θέλεις μετά να διαβάσεις ή να γράψεις ένα ποίημα. Ο ορισμός αυτός είναι μια ταυτολογία, αλλά αρκεί, νομίζω, για να συνεννοούμαστε.

Αυτό το ποιητικό, λοιπόν, ο καθείς το συναντάει κανονικά όπου δη, και όχι όπου δει – το συναντάει οπουδήποτε, στα πλέον απίθανα μέρη, όπου ιδεί, και όχι εκεί που «δει», εκεί που πρέπει. Γιατί λέω «το συναντάει κανονικά»; Γιατί η ποιητική μας φαντασία, η ποιητική μας ευερεθιστότητα, συχνά στομώνει αντί να αποκτάει στόμα και να φωνάζει. Στομώνει κι αμβλύνεται από τόνους συμβατικών εικόνων του ποιητικού. Φταίνε γι’ αυτό οι αιώνες που περάσανε και απολιθώσανε αυτά που κάποτε ήτανε καινούργια και φρέσκα οράματα του νου.

Το πιο πετυχημένο τέτοιο απολίθωμα ποιητικότητας είναι η φυσική ομορφιά που ο Ρομαντισμός ανακάλυψε εκ νέου, κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα, πρώτα με τις Λυρικές Μπαλάντες των Ουέρντζουερθ και Κόουλριτζ, μετά με πολλούς άλλους, που όλοι ξαναβρήκανε το ποιητικό στον κόρφο της φύσης. Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, όμως ακόμα το φεγγάρι (σε όλες τις φάσεις του), ένα σιωπηλό ή θροΐζον δάσος, ένας καταρράκτης που κελαρύζει, ένα απάτητο βουνό, ένα λιόγερμα, ένα νησί του Αιγαίου, ένας μαΐστρος – και να ο ποιητικός οίστρος.

Και όμως. Αν κάτι πολύτιμο μας (ξανα)μαθαίνει η εποχή μας, αυτό είναι η πολυφωνία και η ετερογλωσσία. Και αυτές οι λέξεις (ο θεωρητικός Μπαχτίν τις έβαλε στο παιχνίδι στις αρχές του 20ού αιώνα), που ίσως να μην τις ακούτε πολύ συχνά, σας διαβεβαιώ ότι έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και σχεδόν μέχρι αηδίας σε πάμπολλα πανεπιστημιακά συνέδρια τα τελευταία είκοσι χρόνια, μαζί και η λέξη «ετερότητα».

Η συχνή χρήση τους, όμως, δεν πειράζει, δεν παριστάνουν εξάλλου τις ποιητικές λέξεις.

Δεν πειράζει γιατί λένε κάτι σημαντικό: Λένε ότι το ποιητικό, όπως είπα απ’ την αρχή, συναντιέται παντού. Συναντήστε το κι εσείς ελεύθερα, και τολμηρά. Μην αρκεστείτε στη γλυκιά Εκάτη – τα φεγγάρια του Λαπαθιώτη – αλλά αν θέλετε αρκεστείτε και σ’ αυτά, κάντε τα όμως πραγματικά δικά σας.

Το ποιητικό εξαρτάται αποκλειστικά από την ένταση του βλέμματος που ρίχνουμε πάνω στα πράγματα. Εξαρτάται αποκλειστικά από την ποιότητα της προσοχής που τους δίνουμε. Αν ο Ρόμπερτ Λόουελ βρήκε το ποιητικό στους skunks, τα αμερικανικά κουνάβια που ψάχνουν για φαΐ στους σκουπιδοτενεκέδες (Skunk hour, 1959), αν ο Αλεν Γκίνσμπεργκ το βρήκε σε ένα σουπερμάρκετ στην Καλιφόρνια (στο ομώνυμο ποίημα του 1955), όπου μπήκε «shopping for images», για να ψωνίσει εικόνες, ε τότε μπορούμε όλοι να βρούμε ένα ποίημα παντού. Γιατί η ποίηση είναι ένας μικρός θεός, όπως αυτός των αλχημιστών: κύκλος που έχει το κέντρο του παντού και την περιφέρειά του πουθενά.

Κι όσο για τον τρομακτικό 20ό αιώνα και την ακόμα πιο τρομακτική ρήση του Αντόρνο, δοκιμάστε να την αποδομήσετε διά της γλώσσας, που τόσο απολαυστικά πάντα ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια ακόμα και του πιο αυστηρού και στρυφνού φιλοσόφου: Αν «Το να γράφει κανείς ποίηση μετά το Αουσβιτς είναι πράξη βαρβαρότητας», αυτό σημαίνει (λέω εγώ συνεπαγωγικώς) ότι «Ποίηση είναι αυτό που αφήνει αλώβητο το Αουσβιτς».

Ο Αντόρνο θα συμφωνούσε, επεξηγώντας το καίριο αναφορικό «που» ως εξής: «Η ποίηση αφήνει αλώβητο το Αουσβιτς». Αντιθέτως, εγώ το καταλαβαίνω αντιστρόφως: «Το Αουσβιτς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε να υπερνικήσει, και άρα αφήνει αλώβητη την ποίηση»! Κι αν δεν την αφήνει ακριβώς αλώβητη, τόσο το καλύτερο για την ποίηση, η οποία αφομοιώνοντας την πληγή του 20ού αιώνα (πληγή χρόνια), γίνεται πιο καίρια και πιο παθητική – ικανή να εγείρει τη συγκίνηση και το έλεος.

Αν θέλετε μπορούμε να συμβιβαστούμε λέγοντας ότι η ποίηση μπορεί να είναι σύγχρονη όχι μόνο με το άχρονο, αλλά και με το χρόνιο. Κι αν υπάρχει ένα ποιητικό δίδαγμα του 20ού αιώνα, μπορεί να είναι αυτό: Ας είμαστε σύγχρονοι με τον χρόνιο.

Συμβιβασμός

Ιδού, ως χειρονομία καλής θέλησης αγαπητέ κύριε Θ.Τ., και το ποίημα που σας υποσχέθηκα, παραλλαγή του αρχικού προ μηνός ποιήματός μου που επικρίνατε. Φοβούμαι ότι καταλήγει στο ίδιο, λίγο – πολύ, συμπέρασμα:

Σονάδα (των νέων καιρών, με τον τρόπο των παλιών)

Το ποιητικό το συναντώ όταν έχει φεγγάρι,

όταν η νύχτα ακινητεί και δίνεται με χάρη,

Οταν οργίζεται ο διπλανός και βρίζουν οι από πάνω

γιατί θέλω νυχτιάτικα ν’ ακούω Ακη Πάνου,

Οταν κάνω τη βόλτα μου μες στο τοπίο της πόλης

κι ακούω μια γριά να λέει «εξώλης και προώλης»,

Μπροστά στο καθημερινό θέαμα των βανδάλων

που φτιάχνουνε συνθήματα με τις ζωές των άλλων:

Merry Crisis, μου γράφουνε, and a Happy New Fear

κι εγώ που ξενοσπούδασα τους λέω Can’t you hear?

Δε βλέπετε πως για να γίνει ετούτο να βαστάξει

πρέπει να φτάσει ως πιο βαθιά, σ’ αυτό που έχει υπάρξει;

Αυτό δεν είν’ στα μάρμαρα, δεν είναι στον αέρα

δεν είναι ένα κακό παιδί που διώχνει τον πατέρα,

Μόνο είναι η γλυκιά χαρά κάποιων κοινών πραγμάτων,

σαν ακριβή συνείδηση παλιών συναισθημάτων.