Οταν έχει μεγάλες διαδικασίες στη Βουλή, αυτές που κρατάνε ώρες, μέρες, τις σάγκα του κοινοβουλευτισμού, γεμίζω το γραφείο και το σπίτι με γαριδάκια και πέρα από τις ομιλίες που αυτονοήτως πρέπει να ακούσω, αφήνω το κανάλι της Βουλής να παίζει δυνατά όλη μέρα, μέχρι να σαπίσω μπροστά στην οθόνη και να με αποκοιμίσουν γλυκά όσοι στριμώχτηκαν στο τέλος του καταλόγου των ομιλητών.

Είναι τόσο παιδευτικό να τους ακούς αν αντέχεις να μην εκνευριστείς πάρα πολύ. Να τους ακούς εκείνη τη στιγμή τους στο βήμα που είναι τόσο σημαντική και νιώθουν και οι ίδιοι τόσο σημαντικοί, συνήθως για όλους τους λάθος λόγους. Που γουστάρουν που είναι εκεί, αυτοί που τους ακούμε. Παθαίνω δε μεγάλη στενοχώρια με αυτούς που διαβάζουν την ομιλία που τους έχουν γράψει χωρίς σημεία στίξης και νιώθω πάρα πολύ άβολα, όπως όταν βλέπω παιδάκια να απαγγέλλουν ποιήματα για την Επανάσταση ή να τραγουδάνε τσιφτετέλια της καψούρας στην τηλεόραση ή όταν κάνουν κάτι πολύ μεγαλίστικο τέλος πάντων και με πιάνει ένα που θέλω να τα πάρω και να τα κάνω κουπεπέ μακριά από τους μεγάλους. Αλλά αυτούς δεν θέλω να τους κάνω κουπεπέ καθόλου και δεν είναι μικρούληδες και γλυκούληδες, αλλά, τέλος πάντων, την καταλαβαίνετε την αναλογία. Ελπίζω.

Σήμερα ακούγοντας Βουλή χάζευα τους «New York Times» – μη φανταστείτε καμιά ανάλυση, συνταγές διάβαζα. Το ένθετο της μαγειρικής τους είναι το αγαπημένο χάζι μου στη δουλειά – το οποίο προφανώς δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να το ομολογώ εδώ, αλλά, γενικώς, το κείμενο αυτό είναι γεμάτο κακές ιδέες. Μια πολύ κακή ιδέα ήταν η πρόσφατη συνταγή τους για παστίτσιο, για το «κλασικό ελληνικό» παστίτσιο, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν. Η συνταγή αυτή με συντάραξε κανονικά, γιατί μοιάζει τόσο κακή και είναι και τόσο λάθος που με κάνει να αμφισβητώ όλες τις σαλιάρικες φαντασιώσεις που γαλβάνωσαν τη σχέση μου με την αγαπημένη μου συνδρομή. Ζητάει αρνίσιο κιμά με όλο του το λίπος και, εκτός από τα κλασικά υλικά, καθοδηγεί τους παρθένους του παστίτσιου να τον αρωματίσουν με δύο ολάκερα κουταλάκια κανέλας, ένα ολάκερο κουταλάκι ρίγανη κι άλλο ένα θυμάρι.

Είχα πολλά αισθήματα για όλο αυτό, αλλά δεν σκέφτηκα να πάω να τους γράψω ένα σχόλιο, κάτι του τύπου «ποιος νομίζεις ότι είσαι, ρε κερατά, που θα επέμβεις στην τελειότητα;;;», και να βρω και μια ωραία λέξη στα αγγλικά αντί του «κερατά» που να βγάζει κι αυτή οργή, μα και ψυχούλα. Συνάμα.

Το σκέφτηκαν άλλοι βέβαια.

Την ίδια ώρα που από τα ηχεία μου ακούγονταν βουλευτές να ωρύονται για τη Μακεδονία, μετά για προδοσίες, για παζάρια κι ανταλλάγματα κι απειλές, που μια κυρία φώναζε από την έδρα της ότι εγκατέλειψε την έδρα της, που ένας κύριος που τον απειλούν ξένες δυνάμεις έκανε ανάλυση για τα «ζλάβικα», που μια άλλη που είχε μπερδέψει αν τώρα θα είναι αντιπολίτευση ή συμπολίτευση (ω ναι), εγώ βουτούσα στον μαγικό κόσμο των σταυροφόρων της ελληνικής κουζίνας.

Είναι παντού, σε ιστοσελίδες, στο Facebook, στο Twitter, στο Instagram, στο YouTube, σε συνταγές, σε βιντεάκια με ξένους που δοκιμάζουν για πρώτη φορά το φαΐ μας, βαράνε σκοπιά, φυλάνε Θερμοπύλες, παστίτσια, μουσακάδες, σπανακόπιτες, μπακλαβάδες και πιτόγυρα. Γράφουν εκατοντάδες καταγγελτικά σχόλια για κάθε απόκλιση μιας συνταγής από την ελληνική παραδοσιακή της βερσιόν (π.χ. την «ισλαμοποίηση» του παστίτσιου μας), τσακώνονται ακούραστα και αχόρταγα με συναδέλφους τους σταυροφόρους από γειτονικές μας χώρες, σε καβγάδες που ξεκινούν από την πραγματική προέλευση του εκάστοτε φαγητού και καταλήγουν στην άλωση της Πόλης, το 1821, τους κομιτατζήδες κ.ο.κ. Κι όπως άκουγα τους βουλευτές να λένε, να λένε και να φωνάζουν και διάβαζα ταυτόχρονα για τους αλήτες που ισχυρίζονται ότι η τυρόπιτα δεν είναι τυρόπιτα αλλά είναι μπουρέκι βουλγάρικο (ή μήπως τούρκικο;), γίνονταν οι φωνές που άκουγα με τα γράμματα στην οθόνη ένα, σαν να διαβάζω «Ελεύθερη Ωρα» υπό την επήρεια LSD.

Καμιά φορά νομίζω πως η απάντηση για το γιατί κάνουμε κάποια πράγματα οι άνθρωποι είναι γιατί εκείνη την ώρα που τα κάνουμε μας κάνουν να νιώθουμε σημαντικοί. Οτι δεν είμαστε απλώς και μόνο ένας μοναδικός, μα και τόσο ίδιος με τον διπλανό μας άνθρωπος, ένας ανάμεσα σε εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια άλλους ανθρώπους, ατελής, ανασφαλής και ευάλωτος όπως κι αυτοί. Δεν είναι κακό να το θες αυτό, να θες να νιώσεις σημαντικός. Το πολύ πολύ να σε ωθήσει να βρίζεσαι στο Ιντερνετ για έναν μπακλαβά, που ωραίο πράγμα δεν το λες, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί.

Κακό είναι μόνο όταν, για να νιώσεις σημαντικός, φτηναίνεις οτιδήποτε είναι πιο ακριβό από σένα. Τόσο πολύ που αντί να βλέπω διαδικασία του πολιτεύματος στη Βουλή, επιστρέφω στα (ελληνικά) γαριδάκια μου για να χαζέψω το δωμάτιο επικοινωνίας του «Big Brother» σε πιο ωραίο σκηνικό. Το οποίο κοντεύεις να με πείσεις ότι μου ταιριάζει, σαν να ταιριάζει η ρίγανη με την κανέλα στο παστίτσιο μου.

Θερμοπύλες και παστίτσια

Οι σταυροφόροι της ελληνικής κουζίνας είναι παντού, σε ιστοσελίδες, στο Facebook, στο Twitter, στο Instagram, στο YouTube, σε συνταγές, σε βιντεάκια με ξένους που δοκιμάζουν για πρώτη φορά το φαΐ μας, βαράνε σκοπιά, φυλάνε Θερμοπύλες, παστίτσια, μουσακάδες, σπανακόπιτες, μπακλαβάδες και πιτόγυρα.