Δεν έχω πει ποτέ τα κάλαντα ως παιδί και δεν έχω ανοίξει ποτέ την πόρτα για να μου τα πουν. Δεν ξέρω ή μάλλον δεν θυμάμαι γιατί δεν πήγαινα στη γειτονιά για τα κάλαντα, αλλά σίγουρα είναι μεγάλη βλακεία να μην πας γιατί άκουσα κάτι μικρά στον δρόμο να λένε ότι μάζεψαν 102 ευρώ και τα ζήλεψα τα σκασμένα τόσο πολύ που ήθελα να τα σταματήσω εξοργισμένη να τους κάνω κήρυγμα για το πόσο δύσκολη είναι η ζωή και πόσο δύσκολα βγαίνουν τα λεφτά όταν μεγαλώνεις και δεν είσαι πια χαριτωμένο και με «αθώα αγγελική» (επίμονα τσιριχτή δηλαδή) φωνούλα.

Δεν ανοίγω για να μου τα πουν είτε γιατί έχω ήδη φύγει για δουλειά είτε γιατί είμαι σε άδεια και κοιμάμαι. Δηλαδή όταν είμαι σε εκείνη τη μαγική κοσμοδιάσταση της ζωής χωρίς ξυπνητήρι, που μόνο αν είχα το ποιητικό ταλέντο του Νίκου του Κοτζιά θα μπορούσα να εκθειάσω όπως της αξίζει. Ενα πρωί που με έπιασαν τα κουδούνια των παιδιών να κοιμάμαι στον καναπέ, δηλαδή κοντά στην πόρτα του διαμερίσματός μου, μου βγήκε και απάντησα φωνάζοντας ένα αυθόρμητο «φύγεεεεεεε», το οποίο πρέπει να ακούστηκε στα κακόμοιρα σαν απειλή λυκανθρώπου που αλυχτά στο σεληνόφως, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο σπαρακτικός οδυρμός μιας μονίμως κουρασμένης.

Οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους νιώθω πραγματική ταύτιση την περίοδο των εορτών είναι αυτοί που εργάζονται σε αυτές. Αν το σκεφτείτε, είναι πάρα πολλοί. Εστιατόρια, καφετέριες, φούρνοι και ζαχαροπλαστεία, ντελίβερι, ταξί και μέσα μαζικής μεταφοράς, κέντρα διασκεδάσεως κάθε είδους και μπαρ, γιατροί και νοσηλευτές, ένστολοι και μπορώ σίγουρα να σκεφτώ κι άλλους. Δημοσιογράφοι.

Δεν θα πω ψέματα, έχω διαλέξει πολλές φορές να δουλέψω τέτοιες μέρες. Οχι επειδή είμαι κάτι σαν σύγχρονος θηλυκός Σταχάνοφ – που είμαι λίγο, όμως δεν έχει δόξα η φάση αυτή πια -, αλλά μάλλον επειδή ήθελα μια ψευδαίσθηση κανονικότητας. Η δουλειά στις γιορτές καμιά φορά σού δίνει αυτήν τη μισοψευδαίσθηση, ότι είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες, που είναι και δεν είναι. Κι έτσι, αν είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες, δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να ντυθείς καλύτερα, να προσπαθήσεις να είσαι πιο λαμπερή, πιο χαρούμενη, πιο χαμογελαστή, πιο ευτυχισμένη, μια μέρα που πρέπει να βγεις έξω, που πρέπει να σκάσεις στο φαΐ, που πρέπει να διασκεδάσεις, που πρέπει να είσαι πιο ικανοποιημένη από τη ζωή σου από όλες τις άλλες μέρες, εκείνες που δικαιούσαι να φοράς σάπιο τζιν, να μη βαφτείς, να γκρινιάξεις και να μη χαμογελάσεις σε κανέναν χωρίς κανένας να σε κρίνει γι’ αυτό. Για πολλά χρόνια μού προκαλούσε φοβερό άγχος αυτή η μία μέρα της τελειότητας. Πονούσε το στομάχι μου, ενώ έπρεπε να διαλέξω ένα φουστάνι και ένα άβολο παπούτσι και να περάσω καλά με το ζόρι, ενώ ήθελα μόνο τις πιτζάμες μου και μια ταινία. Πονούσε το στομάχι μου στα οικογενειακά τραπέζια. Στη χώρα που έβγαλε τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου και το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, κανένας Λαρς φον Τρίερ δεν θα μπορούσε να αποδώσει το πώς σε στέλνουν στον ψυχαναλυτή ή τον ψυχίατρο μερικά ελληνικά οικογενειακά τραπέζια.

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και ότι δεν είμαι ο γκρινιάρης των Χριστουγέννων, ότι δεν θα μου σκάσουν τα φαντάσματα της ζωής μου σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, ότι δεν είμαι μόνη και περίεργη και ότι τίποτε από όλα αυτά δεν είναι κακό.

Μου πήρε επίσης μερικά χρόνια και αρκετό πόνο, δάκρυα και πένθος για να καταλάβω ότι το μόνο πράγμα που αξίζει μέσα σε όλο αυτό το κλίμα των γιορτών είναι ό,τι καταπραΰνει τις καρδιές των ανθρώπων. Είναι αυτό το μαζί. Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα αυτό, να καταλάβεις τελικά πως οτιδήποτε καταπραΰνει και δεν βλάπτει, δεν επιβάλλεται κ.λπ. είναι καλό.

Καμιά φορά, λοιπόν, για να μπορέσεις να μοιραστείς τη χαρά αυτή – αν είσαι από αυτούς που δυσκολεύονται, με καταλαβαίνεις, δεν είμαστε λίγοι – πρέπει απλώς να τη φέρεις στα μέτρα σου. Να μην πρέπει να κάνεις τίποτα παραπάνω πέρα από το να είσαι, όσο μπορείς πιο πολύ, με αυτούς που αγαπάς. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από την αγάπη. Είναι τόσο κλισέ που δεν το λέμε, δεν το φιλοσοφούμε, δεν το μελετάμε, δεν γράφουμε πραγματείες και θεωρίες, δεν το αμφισβητούμε, είναι τόσο αυτονόητο όσο ο αέρας που αναπνέουμε και η ανάγκη μας για νερό και τροφή, γιατί όπως αυτά κρατάνε το σώμα μας ζωντανό, η αγάπη είναι το μόνο, επιμένω, το μόνο, πράγμα που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.

Και η αγάπη, αν την αφήσεις να σε κυκλώσει, δεν έχει τα «πρέπει» της ιδιοτέλειας και των κοινωνικών ψυχαναγκασμών. Βρίσκεται μόνο στο μαζί. Στο εμείς. Αν μπορούσα να ευχηθώ ένα πράγμα σε όλους, θα ευχόμουν λοιπόν αυτό: να γεμίσουν οι ζωές μας με α’ πληθυντικό.

Αυτό που καταπραΰνει τις καρδιές

Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι δεν είμαι ο γκρινιάρης των Χριστουγέννων, ότι δεν θα μου σκάσουν τα φαντάσματα της ζωής μου σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ. Μου πήρε επίσης μερικά χρόνια και αρκετό πόνο, δάκρυα και πένθος για να καταλάβω ότι το μόνο πράγμα που αξίζει μέσα σε όλο αυτό το κλίμα των γιορτών είναι ό,τι καταπραΰνει τις καρδιές των ανθρώπων. Είναι αυτό το μαζί. Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα αυτό, να καταλάβεις τελικά πως οτιδήποτε καταπραΰνει και δεν βλάπτει, δεν επιβάλλεται κ.λπ. είναι καλό.