Χθες ήταν ο Σκάι και η «Καθημερινή», πιο πριν ήταν τα παλιά γραφεία των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος» και πιο πριν το Mega: αν τα μέσα ενημέρωσης πέφτουν και αυτά θύματα της τυφλής βίας δεν είναι μόνο επειδή υπάρχει πρόβλημα βίας. Είναι κι επειδή το πρόβλημα δεν είναι αυτονόητο. Επειδή η διαπίστωση δεν σταματάει σε αυτές τις λίγες λέξεις με τις οποίες αναγνωρίζεται ο πυρήνας του προβλήματος, αλλά ξεχειλώνει στην ανάλυση μέχρι την τελική αναίρεσή του. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, υπάρχει. Αλλά υπάρχει με αστερίσκους: είναι η φασιστική βία που καταδικάζεται με βδελυγμία και είναι μια βία που δικαιολογείται είτε ευθαρσώς είτε με υπονοούμενα στο όνομα κάποιας δίκαιης οργής. Ο Κωστής Χατζηδάκης της ΝΔ έπεσε θύμα αυτής της ανάλυσης του «ναι μεν αλλά», ο Γιάννης Παναγόπουλος της ΓΣΕΕ επίσης. Ακόμη η τραγωδία των θυμάτων της Marfin δεν ήταν αρκετή για να κάμψει τον υπαινιγμό: μα γιατί να δουλεύουν μια τέτοια μέρα; Η βία, πάλι, που ασκείται στην Αθήνα δικαιολογείται σχεδόν απερίφραστα. Και μπορεί να μην είναι κομμάτι της καθημερινότητας, αλλά είναι τμήμα μιας κανονικότητας: η ζωή στην πόλη είναι απλώς αυτή.

Και «απλώς αυτή» θα γίνει και η ζωή στον Σκάι και στην «Καθημερινή» και σε όσα μέσα ενημέρωσης δέχονται τρομοκρατικές επιθέσεις με βόμβες, ρουκέτες ή μπογιές εάν δεν αναγνωρίσουμε πως το πρόβλημα της βίας τροφοδοτείται από μια ρητορική μίσους που εκφράζεται είτε τηλε-εισαγγελικά («άλλοι ήταν εκείνοι που άλλαξαν ιδέες και απόψεις μόλις μπήκαν κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του» έγραφε μόλις χθες μια εφημερίδα για δημοσιογράφους μιας άλλης εφημερίδας) είτε με μια απέχθεια που δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρυφτεί.

Και εδώ είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα: πριν από τον Πολάκη με τα «βοθροκάναλα» και τον Καμμένο με «τα κανάλια που δεν έχουν ανατιναχτεί ιδίως στον Πειραιά» δεν υπήρχε καμία εξουσία που να επιστρατεύει τέτοιου είδους ρητορική. Κάτι που σημαίνει ότι το πρόβλημα της βίας δεν υπάρχει απλώς. Το πρόβλημα της βίας έχει παροξυνθεί.