O Bernard Loiseau θεωρείται από τους μεγαλύτερους μαγείρους του 20ού αιώνα.

Στο εστιατόριό του «La Côte d’Or» στο Saulieu της Βουργουνδίας ανέπτυξε μια κλασικότροπη, αλλά πληθωρικά δημιουργική μαγειρική, και με απίστευτης ποιότητας και φρεσκάδας υλικά απογείωσε τη γεύση.

Αρχές του καλοκαιριού του 2001, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα. Τον συνάντησα πολλές φορές στο τετραήμερο που πέρασε εδώ (ήμουν φίλος και πελάτης του από τη δεκαετία του 1980) και, την παραμονή της αναχώρησής του, πρότεινα να κάνουμε μια συνέντευξη, και μάλιστα να την κινηματογραφήσουμε. Η συνέντευξη έγινε με φιλικό συνεργείο, στο εστιατόριο «Διόνυσος», κάτω από την Ακρόπολη. Στο ξεκίνημα αναφέρθηκε στο δέος που είχε νιώσει κάτω απ’ την Ακρόπολη. «Νιώθω πολύ μικρός μπροστά της» μού είπε. «Ολη αυτή η ιστορία που κουβαλά…». Και συμπλήρωσε με νόημα: «Με κάνει να σκέπτομαι ότι έχω ακόμα πολλά να κάνω».

Στο τέλος της συνέντευξης τον ρώτησα – δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε – πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, όταν δεν θα υπάρχει πια.

Μου απάντησε: «Είμαι 50 ετών και θέλω τα επόμενα 20 χρόνια να υπάρχει η σφραγίδα του Bernard Loiseau. Η συνέχειά μου είναι οι μαθητές μου. Πρέπει να δίνω πολλά στους μαθητές μου, για να πουν αργότερα, όταν θα ‘χω πεθάνει: «Ο Loiseau μού έμαθε πολλά». Τότε μόνο θα έχω πραγματικά κερδίσει».

Ενάμιση περίπου χρόνο μετά από αυτήν την επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Bernard Loiseau αποφάσισε να κάνει ένα άλλο ταξίδι, πιο μακρινό. Αυτοκτόνησε. Οπως ειπώθηκε, ήταν όλη εκείνη την ημέρα κανονικά στην κουζίνα του, κι αργά το βράδυ κλείστηκε σε μια κάμαρη και αυτοπυροβολήθηκε.

Πόση κατάπληξη, πόσο σοκ μπορεί να προκαλέσει η αυτοκτονία ενός μαγείρου… Πόσο ξένο «το απονενοημένο διάβημα» ενός μύστη της καθημερινότητας, μπορεί να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη της συνήθειας.

Ναι, ένας φιλόσοφος μπορεί να πηδήξει από τον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου, ανήμπορος να ερμηνεύσει τον κόσμο. Ενας ποιητής να κρεμαστεί, και το σώμα του να αιωρείται πάνω από στοίβες αχρησιμοποίητων λέξεων. Μια πεζογράφος να ριχτεί στα νερά του ποταμού και να παρασυρθεί από τα κύματα των κειμένων που φαντάστηκε αλλά ποτέ δεν έγραψε. Ενας συνθέτης να αυτοπυροβοληθεί μ’ ένα όπλο – χάλκινο πνευστό, γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να συνθέσει την ανάλογη μελωδία του.

Κοντολογίς, η αυτοχειρία ενός καλλιτέχνη μπορεί να προκαλεί θλίψη, αλλά μια τέτοια πράξη ταιριάζει στην ιδιομορφία της φύσης του. Ενας μάγειρος, όμως…;

Αυτός που περιφέρεται σ’ έναν ολόφωτο χώρο, περιτριγυρίζεται από μαρμίτες και λοιπά κατσαρολικά, ανοιγοκλείνει φούρνους, σηκώνει καπάκια, ελέγχει με ακρίβεια φαρμακοποιού ποσότητες, δοκιμάζει με την άκρη των χειλιών, απορρίπτει ή κατανεύει, αυτός, αντί για κουτάλα, μ’ ένα περίστροφο στο χέρι…; Κι αυτός ο λίγος καπνός που αναθρώσκει από την κάννη, δεν είναι, θα έλεγες, από ένα μικρό μπρίκι που σιγοβράζει; Ούτε λόγος.

Ασφαλώς η κουζίνα ενός μεγάλου τριάστερου εστιατορίου απαιτεί ακρίβεια, διαρκείς συντονισμούς, στρατιωτική πειθαρχία για τη γευστική και την οπτική τελειότητα των πιάτων. Η υψηλή μαγειρική εν γένει είναι δύσκολη, απαιτητική, επιβάλλει την τελειότητα του χιλιοστομέτρου.

Αυτοκτόνησε, είπαν, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι θα έχανε το τρίτο αστέρι. Είναι αυτό; Είναι μόνο αυτό; Μήπως μια ιδιότυπη μοναξιά – σαν εκείνη των ποιητών; Ο επαγγελματικός ανταγωνισμός; Η ψυχοφθόρα ζήλεια; Η αναίτια απόγνωση; Οι ψευδαισθήσεις;

Δεν έμαθα ποτέ – και πώς να το μάθω; – σε ποιο σημείο του σώματος αυτοπυροβολήθηκε. Πιθανολογώ, στο κεφάλι. Και ίσως – λέω: ίσως – να επέλεξε το στόμα, την είσοδο της τροφής, την καθημερινή οδό της ηδονής που είχε υπηρετήσει με αφοσίωση κοντά τριάντα χρόνια.

Ετσι συμβολικά να έκανε το στόμα του οδό του θανάτου, θέλοντας να συνδέσει την εφήμερη ευτυχία με τη μελαγχολία του ανύπαρκτου.

«Είναι δύσκολο να πω ότι η μαγειρική είναι τέχνη» μου είχε δηλώσει σ’ εκείνη τη συνέντευξη. «Εχει, όμως, κάτι από τέχνη, γιατί βασίζεται στη μεταμόρφωση. Μεταμορφώνει τα υλικά. Οπως στη ζωγραφική».

Τι να μεταμορφώνει, άραγε, ο φίλος μου εν Παραδείσω; Τι γεύσεις να ετοιμάζει για τις πολύωρες συνεστιάσεις των νεκρών; Τι μενού να συντάσσει για τα επίσημα δείπνα των αγίων;

Τον φαντάζομαι με την κάτασπρη ποδιά του, από νωρίς το πρωί να ίπταται στην αχρονική κουζίνα του και να μαγειρεύει με βοηθούς κουστωδία αγγέλων. Ακόμα κι αν ετοιμάζει σούπες με τα μαλλιά τους (εδώ τα μαλλιά αγγέλου είναι σπεσιαλιτέ), θα ξέρει πώς να τους δίνει άλλη γεύση με μαγικές σος από σύννεφα και νερό («Με λένε βασιλιά της μαγειρικής με νερό» μού είχε πει).

Και κάποτε, αργά το βράδυ, θα βγάζει την ποδιά του, θα σβήνει με μια κίνηση τ’ αστέρια και θα κατεβαίνει στο δικό του εστιατόριο, στο Saulieu.

Θα ‘ναι μεσάνυχτα, και οι κουζίνες άδειες και υποφωτισμένες. Θ’ αρχίσει να περιφέρεται αργά, περνώντας μπροστά από προθήκες, βιτρίνες και γυάλινα, φωτισμένα ψυγεία.

Εκεί, παχουλές πάπιες, κρεμασμένες μπεκάτσες, λαγοί και κουνέλια, γουρουνόπουλα μ’ ένα μήλο στο στόμα, μοσχαροκεφαλές μέσα σε ζελέ και τεράστια ψάρια με μάτι αγλαό, θα τον κοιτούν με έκφραση παγωμένης ειρωνείας, σαν να του έστελναν έναν τελευταίο χαιρετισμό, με όλη την επισημότητα που ταιριάζει όταν νεκρός χαιρετάει νεκρό.