Από τον Νοέμβριο του 2016, όταν στις αμερικανικές εκλογές έγινε σαφές πόσο απροστάτευτα ήταν τα ψηφιακά Μέσα στους διακινητές των fake news, η συζήτηση σχετικά με το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η παραπληροφόρηση δεν έχει σταματήσει. Εχουμε διανύσει πολύ δρόμο από τότε που οι επικεφαλής του Facebook, της Google και του Twitter παρουσιάστηκαν στην αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου για να απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούσε τη ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές μέσα από τις πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια. Εάν συνάγεται όμως ένα συμπέρασμα από την προσπάθεια να βρεθεί μια λύση είναι πως δεν υπάρχει μια ρηξικέλευθη λύση. Δεν υπάρχει καν μία και μόνο λύση. Αυτό που χρειάζεται να γίνει επομένως είναι βήματα που θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα από διάφορες πλευρές. Κι αυτό επειδή το οικοσύστημα της σύγχρονης ενημέρωσης είναι σαν τον κύβο του Ρούμπικ: καθεμία κίνηση απαιτείται για τη «λύση» ενός ξεχωριστού τετραγώνου.

Σε ό,τι αφορά την ψηφιακή παραπληροφόρηση, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τέσσερις διαστάσεις. Πρώτον, ποιος διαδίδει την παραπληροφόρηση; Είναι διαφορετικό να διαδίδεται η παραπληροφόρηση από ξένους παράγοντες και διαφορετικό από πολίτες τόσο από νομικής άποψης όσο και επί της ουσίας. Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον λόγο: Γιατί διαδίδεται η παραπληροφόρηση; Εδώ θα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στην κακή πληροφόρηση, για την οποία μπορεί να μην υπάρχει πρόθεση, και την παραπληροφόρηση ή προπαγάνδα, η οποία διαδίδεται εν γνώσει αυτού που του διαδίδει. Και να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαφορετικό να διαδίδεις ψευδείς ειδήσεις για να κερδίσεις χρήματα και διαφορετικό ο στόχος να είναι πολιτικός.

Τρίτο ερώτημα: Πώς διαδίδεται η παραπληροφόρηση; Εάν οι δράστες διαδίδουν το περιεχόμενο μέσω των σόσιαλ μίντια, ένας συνδυασμός αλλαγών στην πολιτική τους και ρύθμισης του τοπίου από το κράτος θα μπορούσε να είναι αρκετή υπό την προϋπόθεση ότι οι αλλαγές θα πρέπει να έχουν πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δεν μπορεί ωστόσο να παραγνωριστεί ότι μόνο το μόνο το 40% του όγκου της παραπληροφόρησης διαδίδεται μέσω των σόσιαλ μίντια, ενώ το 60% να διακινείται μέσω των λεγομένων «σκοτεινών σόσιαλ μίντια», δηλαδή μέσω της ανταλλαγής μηνυμάτων ή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου φίλων. Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η αντιμετώπιση του προβλήματος σε αυτήν την περίπτωση γίνεται πολύ πιο δύσκολη.

Η τελευταία είναι και η πιο σημαντική διάσταση του θέματος: γιατί διακινούνται ψευδείς ειδήσεις; Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να κατανοήσουμε πολλά για τη φύση του προβλήματος. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι εάν στις Ηνωμένες Πολιτείες το τοπίο χαρακτηρίζεται από ασάφεια, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στο διεθνές πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι μόνο με συλλογική δράση είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ένα περιβάλλον πληροφόρησης το οποίο, αν και ατελές, θα έχει έναν ελάχιστο όγκο προβληματικού περιεχομένου. Πράγμα αναπόφευκτο στις κοινωνίες όπου η ελευθερία της έκφρασης είναι αδιαπραγμάτευτη.

H Κέλι Μπορν είναι στέλεχος του Ιδρύματος Ουίλιαμ και Φλόρα Χιούλετ