Το ρίσκο της ελληνικής οικονομίας, το ρηχό Χρηματιστήριο Αθηνών και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους άλλος ένας εμβληματικός επιχειρηματικός όμιλος, ο Τιτάν, αφήνει τη χώρα μας, μεταφέροντας την έδρα του σε άλλο ευρωπαϊκό κράτος.

Είχαν προηγηθεί άλλες βιομηχανίες από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει στη χώρα μας, όπως η ΦΑΓΕ, η Coca-Cola HBC και η ΒΙΟΧΑΛΚΟ. Σταδιακά από το 2012, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, προχωρούσαν στην αλλαγή της έδρας και στην αναζήτηση φθηνών κεφαλαίων χρηματοδότησης στο εξωτερικό.

Η διοίκηση του ομίλου κατά τη χθεσινή ενημέρωση των αναλυτών σημείωσε ότι «εξεταζόταν εδώ και καιρό η μεταφορά της έδρας στις Βρυξέλλες. Η απόφαση ελήφθη καθώς αν συνέχιζε η υπάρχουσα κατάσταση, αυτή θα στοίχιζε κι άλλο στην τσιμεντοβιομηχανία. Ο όμιλος δεν μπορούσε να αντέξει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του», είπαν χαρακτηριστικά τα διοικητικά στελέχη.

Τα κύρια χαρακτηριστικά των εταιρειών που διαλέγουν τον δρόμο της… ξενιτιάς είναι, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, βιομηχανίες που αναγκάστηκαν λόγω της πρωτοφανούς ύφεσης στη χώρα να διεθνοποιήσουν με μεγαλύτερους ρυθμούς τις δραστηριότητές τους. Το συντριπτικό μερίδιο του κύκλου εργασιών τους, πάνω από 70% και 80% πραγματοποιείται σε ξένες αγορές και οι ανταγωνιστές τους βρίσκονται εκτός συνόρων. Το country risk, το ρίσκο που κουβαλά η Ελλάδα μετά την προσφυγή της στους μηχανισμούς στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ παραμένει, με αποτέλεσμα οι ελληνικές πολυεθνικές να συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται με άλλους όρους από τις κεφαλαιαγορές και τις ξένες τράπεζες.

«Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από μήνες κορυφαία ελληνική βιομηχανία συνήψε ομολογιακό δάνειο δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ με επιτόκιο κοντά στο 2,5%, όταν ξένος ανταγωνιστής της δανείστηκε με μόλις 0,9%» περιγράφουν χαρακτηριστικά οι ίδιοι παράγοντες.

Από τη μία μεριά, λοιπόν, είναι οι επιχειρήσεις που έχουν αναπτύξει τον μεγάλο όγκο των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό και πρέπει να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους αντίπαλους παίκτες. Από την άλλη πλευρά η κατάσταση στην ελληνική πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει. Αβεβαιότητα, υπερφορολόγηση και φρενάρισμα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών.

Σημειωτέον ότι οι επιχειρήσεις που διατηρούν την παραγωγική τους δραστηριότητα στη χώρα συνεχίζουν να φορολογούνται κανονικά, με βάση δηλαδή την ελληνική νομοθεσία.

116 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ. Για την απόφαση των οικογενειών – μετόχων Παπαλεξόπουλου και Κανελλόπουλου της τσιμεντοβιομηχανίας που μετρά 116 χρόνια ζωής στην Ελλάδα είχε προϊδεάσει ο διευθύνων σύμβουλος Δημήτρης Παπαλεξόπουλος στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, τον περασμένο Ιούνιο: «Η παραμονή της έδρας μας στην Ελλάδα μάς έχει στοιχίσει κατά το παρελθόν και συνεχίζει να μας στοιχίζει. Κάτι που μας έχει επισημανθεί και από αναλυτή του εξωτερικού. Εμείς παλεύουμε στα ίσα με τα ξένα μεγαθήρια ως μια ανεξάρτητη ελληνική εταιρεία. Επιθυμία μας είναι να μείνουμε στην Ελλάδα, αλλά έχουμε την υποχρέωση να εξετάζουμε όλα τα ενδεχόμενα ώστε να παραμείνουμε ανεξάρτητοι και ανταγωνιστικοί» είχε πει χαρακτηριστικά ο μεγαλομέτοχος του ομίλου με παρουσία σε 14 χώρες των πέντε ηπείρων του πλανήτη.

Η TITAN Cement Iternational SA ιδρύθηκε πρόσφατα από τους κύριους μετόχους στις Βρυξέλλες: ιδρυτικά μέλη της νέας εταιρείας είναι οι Ανδρέας, Λεωνίδας, Νέλλος, Τάκης και Παύλος Κανελλόπουλος και οι Λένα, Αλεξάνδρα και Δημήτρης Παπαλεξόπουλος.

Η νεοϊδρυθείσα εταιρεία έκανε πρόταση ανταλλαγής των κοινών και προνομιούχων μετοχών της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν με νέες μετοχές της TITAN Cement International.

Σκοπός της κίνησης είναι η εισαγωγή της στο χρηματιστήριο Euronext των Βρυξελλών με παράλληλη διαπραγμάτευση της μετοχής στο Euronext του Παρισιού και της Αθήνας.

Για την απόφαση της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία προβλέπει και την άσκηση διοίκησής της από την Κύπρο, ενημέρωσε χθες τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Δημήτρης Παπαλεξόπουλος.

Η Τιτάν χαρακτηρίζει σημαντικό σταθμό την προαναφερόμενη απόφασή της, καθώς με τον τρόπο αυτό αποκτά πρόσβαση σε ευρύτερη βάση επενδυτών, ενισχύοντας τη ρευστότητα των μετοχών της, ενώ παράλληλα διευρύνονται οι πηγές άντλησης κεφαλαίων.

 Το 2017 ο κύκλος εργασιών του ομίλου ανήλθε σε 1,5 δισ. ευρώ και τα λειτουργικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) σε 273,4 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος απασχολεί συνολικά 5.432 εργαζομένους και διαθέτει 14 εργοστάσια τσιμέντου σε 10 χώρες με ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 27 εκατομμυρίων τόνων.