Χαζεύω την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Πρέπει να είναι τραβηγμένη σε μια μεταβατική εποχή, από εκείνες τις αμήχανες αλλά απολύτως καθοριστικές για τις πόλεις, τα ήθη, τις αισθητικές. Οταν το καινούργιο είναι εδώ, αλλά το παλιό δεν τα έχει μαζέψει ακόμη να φύγει. Στο βάθος της φωτογραφίας διακρίνονται πολυκατοικίες με φόντο τον Λυκαβηττό. Αραιές. Τόσο όσο να μαντεύεις τις παλιές μονοκατοικίες ανάμεσά τους. Και υπό ανέγερση κτίρια. Μεγάλα, πολυώροφα, επιβλητικά μπετά. Μετά, το μάτι σου κατεβαίνει προς τα κάτω. Σπιτάκια. Από αυτά που γίνονται στίχοι σε λαϊκά τραγούδια. Κατά μήκος τους, ένα ρέμα. Πρόκειται για κοίτη ποταμού. Συμβολικού κατά μία έννοια. Οταν τον περνάς, βρίσκεσαι από την Αθήνα των προσφυγικών στην Αθήνα της αντιπαροχής. Ψάχνω για τα στοιχεία της φωτογραφίας. «Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, λίγο πριν μπαζωθεί ο Ιλισσός».

Γραφική η εικόνα, αλλά δεν θα κλάψω πάνω από το υποτιθέμενο κουφάρι της παλιάς Αθήνας, μιας πόλης που μπορούσε να φιλοξενήσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους και, βεβαίως, χωρίς αυτοκίνητα. Η εσωτερική μετανάστευση επέβαλε την αντιπαροχή ως αναγκαίο κακό. Αναγκαίο λόγω των συνθηκών, κακό επειδή ό,τι έγινε έγινε άτσαλα, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόβλεψη για το μέλλον. Στο πλαίσιο αυτής της ανασυγκρότησης της πρωτεύουσας εντάσσεται και το μπάζωμα του Ιλισού. Η καινούργια πόλη χρειαζόταν λεωφορειόδρομους. Ώς εδώ καλά.

Το κακό είναι ότι μαζί με τον Ιλισό μπαζώθηκε και η ιστορία του. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να γίνει, αλλά σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να κατασκευαστεί ένας επισκέψιμος υπόγειος χώρος που θα λειτουργούσε ως αφορμή να ξεναγηθεί το κοινό στην ιστορία του ποταμού, αλληλένδετη χιλιάδες χρόνια με την ιστορία της πόλης. Ετσι, θα μπορούσαν τα τεχνικά συνεργεία να ελέγχουν τι τρέχει κάτω από την άσφαλτο. Και να μάθουν οι επισκέπτες τον «Φαίδρο» του Πλάτωνα. Εναν διάλογο στις όχθες του Ιλισού μεταξύ του Σωκράτη και του μαθητή του Φαίδρου, περί έρωτα και ρητορικής.