Σάββατο μεσημέρι στον πεζόδρομο της Ερμού. Το πλήθος που ανεβοκατεβαίνει επιβεβαιώνει ότι, αυτή την ώρα, εδώ κτυπάει η αρτηρία της πόλης. Κάθε τόσο κι ένας μουσικός ή μια μπάντα – η ζωντανή μουσική σκηνή του δρόμου. Καθώς πλησιάζω προς την Καπνικαρέα, βλέπω και ακούω μεγάλο νταβαντούρι. Κόσμος μαζεμένος, κάποιοι έχουν πιάσει τον χορό κραδαίνοντας στον αέρα τις σακούλες με τα ψώνια. Η ορχήστρα, με νταούλι και χάλκινα, παίζει το «Βασιλική τον έρωτα πολύ βαριά τον πήρες». Ο ρυθμός και το τραγούδι προκαλούν τον ενθουσιασμό. Παρόλο που τα παιδιά είναι παράφωνα τα χρυσά μου. Και τα όργανα βαράνε στου Κουτρούλη τον γάμο. Είναι όμως αυτός ο ήχος που ξυπνάει την ανάγκη της εντοπιότητας, την αναφορά σε ένα χωριό που δεν υπάρχει πια. Αυτό από το οποίο έφυγαν οι παππούδες για να γλιτώσουν από τη φτώχεια και τώρα προσπαθούν να αναβιώσουν τα εγγόνια για να αναπτύξουν το δικό τους αφήγημα καταγωγής. …Στέκομαι μαζί με τον κόσμο που είναι στο τσακίρ κέφι. Αυτή η μουσική βαβούρα, ακόμα και η κακοφωνία, είναι μια χαρά όταν συμβαίνει στους δρόμους. Οταν όμως αποθεώνεται ως μουσικό είδος με το άλλοθι του τραγουδιού «από ψυχής», είναι ένδειξη μουσικής ένδειας. Τα ημίγυμνα μπαλέτα της ποπ ουδεμία διαφορά έχουν από τους ημίγυμνους νταουλιέρηδες του έντεχνου. Με την κακοφωνία, ακόμα και οι πεχλιβάνηδες (θα έπρεπε να) μελαγχολούν.

Ανεβαίνω, στρίβω στη Βουλής προς την Κολοκοτρώνη. Η γεωγραφία της γευστικής μνήμης με οδηγεί στις τυρόπιτες του Λομποτέση. Δίπλα η Στοά Εμπόρων. Ερημη αλλά καθαρή. Καμία σχέση με τη σκοτεινή, εγκαταλελειμμένη τρύπα που ήταν έως πριν από λίγο καιρό. Κοιτάζω τις ταμπέλες με τα βίντατζ γραφικά, το «Επιγραφαί», το «Αθη-νέον» που τώρα είναι παλιό, το «Ιχνη Εμπορίου» που αχνοφαίνεται στην είσοδο. Το επιβλητικό κτίριο που χτίστηκε το 1952 από τους Λεωνίδα Μπόνη και Εμμανουήλ Λαζαρίδη ανήκε στο Ταμείο Ασφάλισης Εμπόρων, εξού και η ονομασία της στοάς. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 γνώρισε μέρες δόξας, αφού στεγάζονταν εκεί πολλά μαγαζιά, από αυτά στα οποία κινήθηκε το χρήμα – λιγοστό στην αρχή, περισσότερο αργότερα – που έφερε τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Μετά, αλλάξαμε καταναλωτικά ήθη, η Στοά μαράζωσε, ερήμωσε, έγινε μια κακοφορμισμένη πληγή στο σώμα της πόλης που μύριζε ούρα και εγκατάλειψη. Τώρα όμως, καθαρή ξανά, ετοιμάζεται σαν νύφη για την αναβάθμισή της καθώς, με την υποστήριξη του Δήμου Αθηναίων, θα επαναλειτουργήσουν 10 καταστήματα. Είναι στη σειρά, μετά την «καινούργια» Πλατεία Θεάτρου που εγκαινιάστηκε την Παρασκευή, στη δράση «Καταστήματα στην Πόλη» του πιλοτικού προγράμματος ΠΟΛΗ2.

Ο Γιούγκερμαν στον Πειραιά

Αυτό δεν συνέβη στην Αθήνα αλλά στον Πειραιά, πριν από μία εβδομάδα ακριβώς. Εκεί, το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, μια επιβλητική φιγούρα εμφανίστηκε ανάμεσα στους περαστικούς. Ενας εντυπωσιακός άνδρας με στρατιωτική στολή άλλης εποχής και την παπάχα στο κεφάλι περπατούσε σιωπηλός, βαρύς και σκεφτικός. Ο κόσμος σταματάει, τον κοιτάζει, παραξενεύεται. Μέχρι να τον αναγνωρίσει. Μα ναι, είναι ο Γιάννης Στάνκογλου, ο καλός και δημοφιλής ηθοποιός. Αυτός που θα ενσαρκώσει έναν από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες της ελληνικής λογοτεχνίας. Τον Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση. Τον φινλανδό εμιγκρέ που έφτασε στον Πειραιά και στην Αθήνα της δεκαετίας του 1920, για να αποπειραθεί (όπως ο συνταγματάρχης Λιάπκιν του ομώνυμου μυθιστορήματος και η Μαρίνα Μπαρέ της «Μεγάλης Χίμαιρας») τον δικό του «εγκλιματισμό κάτω από τον Φοίβο», τον θεό του φωτός, τον «θεό» της Ελλάδας. Δεν είναι όμως μόνο η τραυματική σχέση μεταξύ ημών των Ελλήνων και των ξένων που θίγεται στο αρτιότερο, ίσως, ελληνικό μυθιστόρημα. Τα υπόλοιπα από 29 Νοεμβρίου, στη σκηνή του θεάτρου Πορεία, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.

Η πόλη και η λογοτεχνία

Η Αθήνα είναι για το 2018 η Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου. Σε αυτό το πλαίσιο διοργανώθηκαν από τον Δήμο Αθηναίων οι Αθηναϊκές Διαδρομές Βιβλίου, λογοτεχνικοί περίπατοι στην πόλη με «ξεναγό» έναν συγγραφέα ή το έργο του. Κάπως θεωρητικό μού φαινόταν αυτό έως προχθές που έπεσα τυχαία σε ένα μικρό πλήθος που ακολουθούσε τον Αλέξη Σταμάτη.

Στην ουσία, ακολουθούσε τα μυθιστορήματα αλλά και τη ζωή του συγγραφέα (ο οποίος συμφωνεί με τον Μπόρχες που λέει ότι ένας μυθιστοριογράφος γράφει, στην πραγματικότητα, τη βιογραφία του). Το Πολυτεχνείο, τα Εξάρχεια, η Σόλωνος, το Κολωνάκι ήταν οι σταθμοί μιας διαδρομής στον μνημονικό άξονα του Αλέξη Σταμάτη που έκαναν συναρπαστική αυτή την ξενάγηση όχι μόνο στο κοινό που την παρακολούθησε αλλά και στον ίδιο τον συγγραφέα.

Το επόμενο Σάββατο η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου ξεναγεί στα Εξάρχεια όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε στα χρόνια της Κατοχής (κρατήσεις στο ekdiloseis@patakis.gr) και την Κυριακή η Αρτεμις Σκουμπουρδή στις αρχαιότερες συνοικίες της Ευρώπης, την Πλάκα και το Μοναστηράκι (κρατήσεις στο 210-3213.907).

Γιάννης Μετζικώφ,

ζωγράφος, σκηνογράφος

Τι μου αρέσει στην Αθήνα

Και ξαφνικά, στραβώσαμε. «Βρώμισε» με σκουπίδια και ξένους το κέντρο που κάποτε σεργιάνιζαν για τα ψώνια τους οι Αθηναίες με διχτάκια και ξεφόρτωναν οι χαμάληδες στη Βαρβάκειο. Ομως, ακόμα κι έτσι, είναι όμορφες οι γειτονιές των ξένων. Με μυρωδιές κανέλας και μπαχαρικών, φρούτα και χρώματα, αρώματα και μπιχλιμπίδια που σε στέλνουν σε τόπους και πολιτισμούς μακρινούς. Στο Θέατρο αυτές τις γειτονιές τις λέμε «Παράδεισο». Φτηνά υλικά, άγνωστα, με εκκωφαντικά χρώματα, υφάσματα, χάντρες και στολίσματα ενός διάκοσμου άγνωστου γούστου που εύκολα μετατρέπεται σε ευφάνταστες λύσεις των αμέτρητων αναγκών της θεατρικής εικόνας. Κάποιες φορές πήρα τους μαθητές της Σχολής του Εθνικού και περπατήσαμε σε αυτούς τους δρόμους, μυρίσαμε, γευτήκαμε, διαλέξαμε και συνθέσαμε. Σιγά σιγά καταλάβαμε ότι παντού μπορείς να δεις την ομορφιά και να αντλήσεις τα απειράριθμα στοιχεία που χρειάζεται η σκηνική εικόνα, η εικόνα μιας τέχνης που δεν γνωρίζει από περιφρόνηση και απαγορεύσεις αλλά ενώνει τους ανθρώπους.