Αυτό το βιβλίο δεν μοιάζει με κανένα προηγούμενο της Αμάντας Μιχαλοπούλου και την ίδια στιγμή περιέχει όλα τα προηγούμενα. Ενας πειραματισμός της συγγραφέως με τις τεχνικές του μυθιστορήματος, με την έννοια του αφηγηματικού χρόνου, με τους ήρωες ως πολλαπλά είδωλά της και με την ίδια ως μυθιστορηματική ηρωίδα. Το «Μπαρόκ» ξεκινάει in media res, στην τωρινή ηλικία της. Και η αφήγηση ξετυλίγεται προς τα πίσω, στην αφετηρία της ζωής της, με μια απορριπτική διάθεση προς τη νοσταλγία. Αντιθέτως, όσο πιο κοντά φτάνει στο παρελθόν τόσο μεγαλύτερη αισιοδοξία αποπνέει. Μέσα σε πενήντα μικρά κεφάλαια – όσα και τα χρόνια της ζωής της – η Μιχαλοπούλου γράφει αναμνήσεις πάνω σ’ ένα παλίμψηστο. Οχι για να επιχειρήσει μια ελεγχόμενη αυτοανάλυση, αλλά για να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους άλλους. Περισσότερους αναγνώστες.

Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα ξαφνιάζουν πάντα τον αναγνώστη. Δεν μπορούν, όμως, να μπουν όλα σ’ ένα μυθιστόρημα. Παραμένουμε οι «επιμελητές του εαυτού μας». Ηταν ψυχοφθόρο ή απελευθερωτικό το «γράψε  -σβήσε» των επεισοδίων της ζωής;

Και τα δύο. Η Αλεχάντρα Πισαρνίκ έλεγε πως στα αυτοβιογραφικά της ποιήματα ήταν η οικοδέσποινα που έπλαθε τον εαυτό της όπως ήθελε. Με τη λέξη «οικοδέσποινα» μίλησε για τον εαυτό ως σπίτι. Η συγγραφέας-οικοδέσποινα ανοίγει την πόρτα και σε κατευθύνει, πού να καθίσεις, τι υπάρχει για φαγητό, σε ποια δωμάτια επιτρέπεται να μπεις, πότε πρέπει να φύγεις. Γράφοντας το «Μπαρόκ» ήθελα να λειτουργήσω ως οικοδέσποινα αλλά και ως ελεύθερος άνθρωπος, επειδή δεν έγραφα μόνο, γραφόμουν κι εγώ και άλλαζα. Διηγούμαστε την ιστορία μας ξανά και ξανά με τον ίδιο τρόπο, έτσι δεν είναι; Το ζήτημα είναι πώς βγαίνεις από την ιστορία που έχεις διηγηθεί στον εαυτό σου για τον εαυτό σου, πώς την ξεγράφεις για να την ξαναγράψεις έτσι ώστε να μην είναι παράπονο ή ατομική λύτρωση, αλλά να αφορά και τους άλλους. Αυτή η διαδικασία κράτησε τέσσερα χρόνια.

Ποιο είναι το σημείο καμπής για να γίνει η εξομολόγηση λογοτεχνία;

Η εξομολόγηση είναι σπουδαία αφηγηματική μηχανή στο μυθιστόρημα. Οταν οι αναγνώστες πείθονται ότι οι συγγραφείς εξομολογούνται, σπάει η κρούστα της δυσπιστίας και πιστεύεις τα πάντα: ότι η Αλίκη κόντεψε να πνιγεί στα δάκρυά της στη Χώρα των Θαυμάτων, ότι ο Γκρέγκορ Σάμσα μεταμορφώθηκε σε έντομο και ο Ορλάντο σε γυναίκα ή ότι υπάρχει το Αλεφ, το σημείο σύγκλισης του σύμπαντος. Η αυτοανάλυση δεν έχει αφηγηματικότητα, είναι αυτό που πετάς όταν γράφεις. Το σημείο καμπής είναι η γλώσσα – αν δεν γράψω η ιστορία δεν υπάρχει. Επίσης είναι η τομή της ιστορίας μου με την ιστορία των άλλων, όσα μας ενώνουν. Οπως λέει ο Νίκολσον Μπέικερ, η ερώτηση που προσπαθεί να απαντήσει κάθε μυθιστόρημα είναι αν αξίζει να ζούμε.

Η ζωή μας μπορεί να μοιάζει εντελώς κοινότοπη μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα παρατηρήσει τη δραματικότητά της. Είναι κάτι που βλέπουμε στον Τσέχοφ: οι ήρωές του πιστεύουν ότι συμπεριφέρονται κανονικά με όλες τις αδυναμίες τους – εμείς είμαστε που τους βλέπουμε «γκροτέσκους» ή «κωμικούς». Ποια είναι η σχέση σου με τους κορυφαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας όσον αφορά την «ανατομία» της ανθρώπινης ψυχής;

Γκροτέσκους ή κωμικούς τους βλέπουμε όταν τους κρίνουμε. Αυτό μας έμαθαν να κάνουμε στο σχολείο, να χαρακτηρίζουμε τον ήρωα. Οταν διαβάζουμε όμως λογοτεχνία, συμβαίνει κάτι αδιανόητο: ζούμε στο τώρα, σαν βουδιστές μοναχοί, ακούμε, αγγίζουμε, γευόμαστε με έναν τρόπο που έχουμε ξεχάσει στην πραγματική ζωή, όπου συνήθως αναπολούμε ή ελπίζουμε ή φοβόμαστε κάτι. Η λογοτεχνία μάς αγκιστρώνει στο παρόν με επαναστατικούς τρόπους. Αυτό το έμαθα από τον Ντοστογέφσκι και τον Δημήτρη Χατζή, μετά από τον Καλβίνο, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Σέσαρ Αϊρα, αλλά κυρίως από τις αγαπημένες μου ποιήτριες – τη Μάτση Χατζηλαζάρου, την Πισαρνίκ, την Αχμάτοβα. Και από την Κλαρίσε Λισπέκτορ που είναι η μέγιστη ποιήτρια του πεζού λόγου, τα κείμενά της είναι ουσιαστικά ένας μακρύς διαλογισμός για την αξία του παρόντος και το θαύμα της ζωής.

Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές στο «Μπαρόκ» είναι η αναφορά στο απουσιολόγιο ως το βιβλίο της ζωής σου. Νιώθουμε ενοχή όταν μας λείπουν οι άλλοι;

Εχεις καταφέρει να συμφιλιωθείς με την έννοια;

Μου αρέσει η παρατήρηση επειδή το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν το έχω γράψει εγώ, αλλά μια μαθήτριά μου, η Ευδοκία Κατσουρού, που χρησιμοποιούσε τη Βίβλο του παππού της ως απουσιολόγιο της τάξης στην Α’ Δημοτικού! Την παρακάλεσα να τη συσσωματώσω στο «Μπαρόκ» ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι ταυτιζόμαστε με τις ιστορίες των άλλων, τις φοράμε, ακριβώς όπως ρίχνουμε στην πλάτη μια δανεική ζακέτα όταν κάνει κρύο. Στην παρουσίαση του βιβλίου στη Νάξο, η Ευδοκία, που κατάγεται από το νησί, είπε ότι δεν αναγνωρίζει την ιστορία ως δική της όταν τη διαβάζει μέσα στο βιβλίο μου, πράγμα που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον.

Γράφει η Τζόαν Ντίντιον στο «Λευκό βιβλίο» ότι «Ορισμένοι τόποι ανήκουν στους συγγραφείς τους. Το Κιλιμάντζαρο ανήκει πλέον στον Χεμινγουέι». Με ποιες εικόνες έχεις συνδέσει τους τόπους που αναφέρονται στο «Μπαρόκ»;

Το δικό μου Κιλιμάντζαρο είναι το Βερολίνο με χιόνι, οι λίμνες που παγώνουν, το χέρι της κόρης μου μέσα στο δικό μου. Βριλήσσια είναι η γιαγιά που πλένει στη σκάφη και απλώνει ασπρόρουχα ανάμεσα σε δυο ελιές. Κίνα είναι η κουφόβραση, η ρηχή ανάσα. Γαλλία θα πει αποτυχία και αποκαρδίωση, αλλά το Παρίσι είναι ο τόπος της ερωτικής συνάντησης. Αγία Παρασκευή σημαίνει Γυμνάσιο, αχαλίνωτη φαντασία. Εξάρχεια – Κυψέλη ήταν η διαδρομή με τα πόδια από το σπίτι στο μπαλέτο- διαρκούσε μια αιωνιότητα.

Χωρίς ρωγμές και χιούμορ οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων μοιάζουν χάρτινοι. Το «Μπαρόκ» έχει χιούμορ και ελαφράδα. Το είχες αποφασίσει πριν καν ξεκινήσεις ή το υλικό σού έδειξε τον δρόμο;

Το υλικό της ζωής μας δεν είναι καλός οδηγός. Ξεκινάμε να διηγούμαστε εν θερμώ, με έναν βαθμό απόγνωσης, με ένα «ξέρεις τι έχω περάσει εγώ»; Η λογοτεχνική γλώσσα όμως είναι σύστημα χαλιναγώγησης, μόνο το αναγκαίο χωράει. Το χιούμορ προσφέρει χώρο και απόσταση. Είναι σαν τους μεσοσπονδύλιους δίσκους στη σπονδυλική στήλη που απορροφούν τους κραδασμούς. Το αισθάνθηκα βλέποντας πριν από λίγες ημέρες τη «Βιογραφία της εβδόμης απογευματινής» της Αν Κάρσον. Είναι αυτό που λέει ο τίτλος: η βιογραφία της ώρας που αρχίζει να νυχτώνει. Είχε τόσο χιούμορ και ελαφράδα η σύλληψή της, αλλά ταυτόχρονα πήγαινε βαθιά, σε έκοβε σαν ξυράφι, καθώς χίλιοι τραγουδιστές μουρμούριζαν «τι παράξενο που το χρήμα αλλάζει τα πάντα, τι παράξενο που το χρήμα δεν αλλάζει τίποτα».

Η αναφορά στον Τσίπρα του 2015 – «ένας πρωθυπουργός κάνει τον αμπελοφιλόσοφο…» – ίσως διχάσει τους αναγνώστες, αλλά είναι μια εξαίρεση στο «πλειοψηφικό» αφήγημα για την κρίση. Ενιωσες ότι ήθελες να πάρεις θέση μέσα σε αυτή τη διαδικασία εξομολόγησης;

Οχι, καθόλου, είμαι της σχολής Τζέιμς Τζόις – οι πολιτικοί στην πολιτική και οι συγγραφείς στη λογοτεχνία. Η καλλιτεχνική στράτευση είναι πληγή και στην κρίση διαβάσαμε αμήχανα και μελοδραματικά κείμενα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ομως δεν μπορούσα να αντισταθώ στη φράση του Τσίπρα «ο μόνος μας φόβος είναι ο φόβος», μου φάνηκε βγαλμένη από βιβλία αυτοβοήθειας και ταίριαζε ιδανικά στην αφήγηση. Είναι το κεφάλαιο όπου η ηρωίδα τρέχει να σηκώσει χρήματα λίγο πριν κλείσουν τα ΑΤΜ και μετά τα κρύβει σε βιβλία που έχουν για θέμα τους τη λατρεία του χρήματος ή την ανεργία, μόνο που όταν τα χρειάζεται έχει ξεχάσει πού τα έκρυψε. Χρησιμοποίησα τη φράση όχι επειδή την είπε ο Πρωθυπουργός αλλά επειδή ταίριαζε στη σύνθεση της ατμόσφαιρας.

Μπορείς να περιγράψεις τι θα συνέβαινε αν συναντούσες έναν αναγνώστη σου, όπως συμβαίνει στο διήγημα του Γκόρκι;

Θα μου έλεγε: τι περιμένεις για να γράψεις καλύτερα; Πόσα χρόνια νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου; Γράψε καλύτερα τώρα. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε; Ο αναγνώστης σε αυτή την ιστορία είναι το Υπερεγώ.

Η αίσθηση που είχα σε ορισμένα σημεία είναι ότι δεν ήθελες να αφήσεις το συναίσθημα να κυριαρχήσει στη μεταμοντέρνα τεχνική. Αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα;

Το συναίσθημα αντλεί τη δύναμή του από το υπονοούμενο και από τη σιωπή, από το άφατο. Ο Γκόρκι που λέγαμε ή η Μαργαρίτα Καραπάνου δεν γράφουν ποτέ «Θεέ μου, πόσο πονάω», ξεδιπλώνουν τον πόνο. Κι αυτό αρκεί. Ολοι έχουμε πονέσει και καταλαβαίνουμε, δεν χρειαζόμαστε εγχειρίδιο αισθημάτων.

Αμάντα Μιχαλοπούλου

Μπαρόκ

Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 352

Τιμή: 16 ευρώ