Γκραφιτάς; Ζωγράφος; Ακτιβιστής; Κινηματογραφιστής και μάλιστα υποψήφιος για Οσκαρ άμα τη εμφανίσει ή επαγγελματίας προβοκάτορας ή «σοσιαλιστής της σαμπάνιας»; Οπως κι αν τον χαρακτηρίσει κάποιος, το βέβαιο είναι ότι για ένα έργο του συλλέκτες και διασημότητες – από τον εγγονό του Πολ Γκετί ώς την Κριστίνα Αγκιλέρα – βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Δεν είναι δε και λίγες οι δημιουργίες του που, αν και περιζήτητες, εξαφανίζονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι προ πενταετίας από 52 καταγεγραμμένα στένσιλ του σε τοίχους του Λονδίνου, τα 40 είτε είχαν «καθαριστεί» είτε είχαν καταστραφεί. Τίποτα δεν φαίνεται ωστόσο ικανό για να βάλει φρένο στη φαντασία του και την προκλητικότητά του, με πλέον πρόσφατο περιστατικό την καταστροφή του έργου του αμέσως μετά το πέρας της δημοπρασίας του Σόθμπις κι ενώ είχε πωληθεί σε τιμή τριπλάσια της αρχικής εκτίμησης, ήτοι 1,2 εκατ. ευρώ.

Ποιος είναι λοιπόν ο Banksy, ο άνθρωπος – φάντασμα με τους εκατομμύρια θαυμαστές που δεν θέλουν να μάθουν την ταυτότητά του, την ώρα που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν επιδοθεί σε ένα αδιάκοπο κυνήγι αναζητώντας τον άνθρωπο – ή την ομάδα, σύμφωνα με άλλη άποψη – που χρησιμοποιεί τους τοίχους αντί για καμβά; Και ο οποίος πιστεύει ότι ο καλλιτέχνης «δεν χρειάζεται πλέον να σπουδάσει, να φτιάξει πορτφόλιο, να τρέχει από γκαλερί σε γκαλερί ή να κοιμηθεί με κάποιον ισχυρό» για να κάνει καριέρα, αλλά «μόνο μερικές νέες ιδέες και σύνδεση στο Διαδίκτυο»;

Τις προθέσεις του τις έδειξε ήδη από πολύ νωρίς. Οταν αποφάσισε να κάνει το ντεμπούτο του στη γειτονιά Μπάρτον Χιλ του Μπρίστολ τη δεκαετία του ’80. Μια περιοχή διόλου φιλόξενη για όσους δεν προέρχονταν από τα σπλάγχνα της κι εκείνος το γνώριζε καλά, διότι ο πατέρας του είχε φάει πολύ ξύλο στους δρόμους της όταν ήταν παιδί. Σε εκείνα τα μέρη λοιπόν άφησε τα πρώτα του ίχνη αναζητώντας σε πρώτη φάση την υπογραφή του. Κι εκεί γεννήθηκε η ιδέα του Βanksy, μια σύντμηση της αρχικής του ιδέας που ήταν Robin Banx, ένα όνομα που παρέπεμπε σε ληστές τραπεζών (robbing banks), αλλά ενείχε και το όνομα του αγαπημένου του ήρωα, του Ρομπέν των Δασών.

Την ίδια εποχή, γύρω στα 18, ήταν που ανακάλυψε και τη δύναμη του μέσου με το οποίο έχει γίνει διάσημος: του στένσιλ. Εκανε γκραφίτι με τους φίλους του πάνω σε ένα τρένο, όταν εμφανίστηκε η αστυνομία. Οι υπόλοιποι πρόλαβαν να διαφύγουν με ένα αυτοκίνητο. Εκείνος αναγκάστηκε να περάσει μία ώρα κρυμμένος κάτω από ένα ανατρεπόμενο φορτηγό. Οση ώρα σκεφτόταν ότι έπρεπε να μειώσει κατά το ήμισυ την ώρα που χρειάζεται για ένα γκραφίτι, αλλιώς θα έπρεπε να τα παρατήσει, διαπίστωσε ότι έσταζε πάνω του λάδι μηχανής. Οταν έστρεψε το βλέμμα του, πρόσεξε τα γράμματα στον πάτο του ντεπόζιτου και σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία ιδέα να αντιγράψει το συγκεκριμένο στυλ αλλά σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό ήταν. «Οταν έφτιαξα το πρώτο μου στένσιλ, ένιωσα τη δύναμη που υπήρχε εκεί, όπως και την ιστορία που κουβαλούσε. Τα στένσιλ είχαν χρησιμοποιηθεί για να ξεκινήσουν επαναστάσεις και να σταματήσουν πόλεμοι» έχει πει σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του.

Οσκαρ και Μπραντ Πιτ. Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι. Είδε το όνομά του να βρίσκεται στα 100 πιο επιδραστικά πρόσωπα στον πλανήτη – βάσει του περιοδικού «Time» το 2010 -, δίπλα στον τέως αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και το αστέρι της ποπ Λέιντι Γκάγκα. Το ντοκιμαντέρ του «Η τέχνη στον δρόμο» να βρίσκεται στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. Και τον ίδιο να γίνεται αντικείμενο «ζήλειας» από τον Μπραντ Πιτ, όταν στα εγκαίνια έκθεσης έργων του στο Λος Αντζελες παρέστησαν περί τα 30.000 άτομα, ενώ εκείνος έμενε άφαντος. «Καταφέρνει όλα αυτά και παραμένει ανώνυμος. Νομίζω ότι είναι υπέροχο» δήλωνε ο δημοφιλής ηθοποιός, τον οποίο ακολουθούν μετά μανίας οι παπαράτσι, ενώ την ίδια εποχή η Αντζελίνα Τζολί διέθετε 250.000 δολάρια για να αποκτήσει έργα του.

Και οι αντιφάσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Ο καλλιτέχνης που καθιερώθηκε στον δρόμο κατάφερε να κερδίσει μια θέση στα μεγαλύτερα μουσεία. Τοποθέτησε μάλιστα μια πλαστή προϊστορική βραχογραφία στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο αργότερα την ενέταξε στις μόνιμες συλλογές του! Κέρδισε την εκτίμηση όσων αγαπούν τη σάτιρα όταν αντικατέστησε τυχαία 500 αντίτυπα του CD της Πάρις Χίλτον με δικά του remixes. Απόδειξη ότι εκτίμησαν το χιούμορ και τις μουσικές επιλογές του είναι ότι κανένας δίσκος δεν επεστράφη. Και ενώ είναι εκείνος που επιτρέπει να αποκτώνται τα έργα του δωρεάν μέσω Διαδικτύου, δεν εμποδίζει τις τιμές να ανεβαίνουν όλο και υψηλότερα στις δημοπρασίες. Αν ορισμένοι υποστηρίζουν ότι «έβγαλε γλώσσα» στο σύστημα στήνοντας μια περφόρμανς μέσα στην αίθουσα του Σόθμπις με την ημικαταστροφή του έργου του, κάποιοι άλλοι δεν ξεχνούν πως η τιμή – ρεκόρ που ήδη είχε πιάσει αναμένεται να ανέβει ακόμη περισσότερο λόγω του συγκεκριμένου περιστατικού. Κίνηση που όχι απλώς αποδεικνύει ότι ο Banksy ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι της αγοράς, αλλά ξεπερνά και όσους εμφανίζονταν ως μετρ του είδους κάνοντας τον Ντέμιαν Χερστ να μοιάζει από «κακό παιδί», «πρωτοπόρο» και ικανό να θέσει τους δικούς του όρους στην αγορά σε συμβατικό επιχειρηματία με πλούσιους πελάτες, που αναζητούν τρόπους να βγουν από τη ρουτίνα τους.

Βεβαίως και δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κάποιος – ακόμη κι αν είναι ο Banksy – ταυτοχρόνως έργα σε δημόσιους χώρους, δημοπρασίες, εκθέσεις, να ενημερώνεται για την επικαιρότητα και να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος και αόρατος για το επόμενο «χτύπημα». Για τον λόγο αυτό υπάρχει ο Ελεγχος Παρασίτων (Pest Control), μια ιστοσελίδα που πιστοποιεί την αυθεντικότητα των έργων του, όσο εκείνος παραμένει παρατηρητής της περσόνας που με τόση υπομονή έχει δημιουργήσει και του μύθου που με τόσο κόπο έχει χτίσει γύρω της και που έχει οδηγήσει να συγκρίνεται με θρυλικές μορφές όπως οι Ζαν Μισέλ Μπασκιά και Κιθ Χέιρινγκ.

Οποιος κι αν κρύβεται, τελικά, πίσω από το όνομα Banksy, το βέβαιο είναι πως απολαμβάνει όλον αυτόν τον θόρυβο που τόσο οργανωμένα προκαλεί. Αν ωστόσο είναι όντως ένας ακτιβιστής καλλιτέχνης ή ένας ματαιόδοξος δημιουργός που τρέφεται από τις συνέπειες των ανατρεπτικών καταστάσεων που ο ίδιος προκαλεί, θα το δείξει η Ιστορία (και της τέχνης).