Ανάμεσα στην υπογραφή του Μνημονίου και την εφαρμογή του, στην Πορτογαλία, μεσολάβησαν, ως γνωστόν, εκλογές. Η κυβέρνηση που ανέλαβε την εφαρμογή ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε διαπραγματευθεί – με τον ημέτερο Πολ Τόμσεν, παρεμπιπτόντως – τους όρους του προγράμματος. Και καθώς ξεκινούσε να σχεδιάζει νόμους και μέτρα, διαπίστωσε, όπως εκ των υστέρων ομολόγησε, πως κάποιοι υπολογισμοί ήταν λάθος, κάποια νούμερα δεν έβγαιναν. «Και δεν μπήκατε στον πειρασμό να ζητήσετε αναδιαπραγμάτευση;», είχα ρωτήσει ένα από τα κεντρικά πρόσωπα εκείνης της κυβέρνησης. «Το αποκλείσαμε αμέσως», μου απάντησε. «Αποφασίσαμε να μην πούμε λέξη, γιατί θεωρήσαμε σημαντικότερο να μη δώσουμε αφορμή να κλονιστεί η εμπιστοσύνη. Δεν θέλαμε να πάθουμε ό,τι η Ελλάδα».

Θυμήθηκα αυτή τη συνομιλία την περασμένη Τετάρτη, παρακολουθώντας το μικρό κραχ στο ελληνικό Χρηματιστήριο. «Γιατί συμβαίνει αυτό;», ρώτησα έναν έμπειρο, παλαιό τραπεζίτη, απαριθμώντας του πιθανές εξηγήσεις. «Δεν είναι οι τράπεζες», μου απάντησε, «δεν είναι τα κόκκινα δάνεια, οι εκλογές που έρχονται, οι συντάξεις ή το Χρηματιστήριο που είναι ρηχό. Είναι, προπάντων, η εμπιστοσύνη που είναι ακόμη πιο ρηχή και εντελώς εύθραυστη».

Είναι ένα δράμα που ξεκινά από εκείνο το αξέχαστο «the game is over» του Γιούνκερ και συνεχίζεται. Στα διάφορα επεισόδιά του περιλαμβάνονται το φιάσκο των Greek statistics και η σουρεαλιστική δικαστική περιπέτεια του Ανδρέα Γεωργίου, η πρόθυμη συνομολόγηση και η απρόθυμη, παρελκυστική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, τα Ζάππεια του Αντώνη Σαμαρά και τα «γουάου» του Γιάνη Βαρουφάκη, η συμφωνία στο Eurogroup του Φεβρουαρίου 2015 και η ξεσυμφωνία έπειτα από λίγες ημέρες και, πάνω απ’ όλα, ο εξευτελισμός του ιουλιανού δημοψηφίσματος. Περασμένα ξεχασμένα; Οπως αποδείχθηκε, όχι. Κάθε αφορμή, ακόμη και η πιο ασήμαντη, φέρνει ξανά επί σκηνής το παρελθόν. Και η δυσπιστία επιστρέφει. Και τιμωρεί.

Μπορεί η χώρα να αντιμετώπισε, διά πυρός και σιδήρου, τα δίδυμα ελλείμματά της, αλλά αυτό το θεμελιώδες και παραλυτικό έλλειμμα εμπιστοσύνης παραμένει απειλητικά μεγάλο. Κι αν δεν εμπιστευθούν πρώτα οι πολίτες της χώρας την πολιτεία της, αποκλείεται να εμπιστευθούν οι ξένοι την οικονομία της.

Καμιά πρωτοτυπία δεν έχουν αυτές οι διαπιστώσεις, το ξέρω. Μα τις επαναλαμβάνω, έτσι τετριμμένες και πανθομολογούμενες, για να καταλήξω στο, αυτονόητο επίσης, συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν. Οτι αφού τώρα πια όλες οι «κυβερνητικές» παρατάξεις στη χώρα, η ΝΔ, η Κεντροαριστερά του ΚΙΝΑΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν εμπλακεί στη διαχείριση της χρεοκοπίας της χώρας κι έχουν λερώσει τα χέρια τους με Μνημόνια, έχουν μιαν υποχρέωση να κάνουν το επόμενο βήμα. Οχι υποχρεωτικά να συγκυβερνήσουν, όπως προτείνει η Φώφη Γεννηματά. Αλλά, τουλάχιστον, να αυτοδεσμευτούν, συλλογικά και πανηγυρικά, σε δύο-τρεις κινήσεις, που θα άρουν τις αιτίες της δυσπιστίας.

Η ευκολότερη, αυτή που άρρητα έχει ήδη διατυπωθεί, και έχει άλλωστε επιβληθεί απ’ έξω με σιδερένιο μεταμνημονιακό κανόνα, είναι η δημοσιονομική αυτοδέσμευση. Η υπόσχεση πως ποτέ ξανά οι πελατειακές ανάγκες του πολιτικού συστήματος δεν θα επιτραπεί να ανατρέψουν ολοκληρωτικά τη δημοσιονομική ισορροπία. Οι δυσκολότερες είναι αυτές που δεν επιβάλλονται απ’ έξω. Πρέπει από μέσα να επιβληθούν και να συμφωνηθούν.

Ας αρχίσουμε από αυτό: Μια αυτοδέσμευση, πως οι κυβερνήσεις που θα έρθουν, θα αποκαταστήσουν τη νομιμότητα στη δημόσια διοίκηση και θα σεβαστούν την ανεξαρτησία της. Πως τα κόμματα θα τραβήξουν τα χέρια τους από τη δημόσια υπηρεσία, δεν θα τη χρησιμοποιούν ως εργαστήριο αναπαραγωγής τους, οι υπουργοί δεν θα πλημμυρίζουν τα γραφεία τους μετακλητούς εκ της κομματικής επετηρίδας, η κορυφή της διοικητικής πυραμίδας θα αποκομματικοποιηθεί και οι δημόσιοι οργανισμοί δεν θα διοικούνται από αποτυχόντες ή επίδοξους πολιτευτές.

Μια αυτοδέσμευση, δηλαδή, αποτυπωμένη σε συμφωνημένους κανόνες, πως στα κόμματα που θα κερδίζουν εκλογές, θα είναι αρκετό να έχουν την κυβέρνηση, δεν θα διεκδικούν όλη την εξουσία ή την διά της εξουσίας αναπαραγωγή του πολιτικού τους κεφαλαίου. Τα υπόλοιπα, θα γίνουν τότε ευκολότερα.