Στα οκτώ χρόνια της κρίσης, μπορεί να φτωχύναμε σε όλα, πλουτίσαμε όμως σε θεωρίες που εξηγούν την κρίση. Πλουτίσαμε κυρίως σε παραλλαγές εξωφρενικών θεωριών συνωμοσίας, που διατυπώθηκαν με τη δωδεκάδα. Κοινοί απατεώνες, τύπου Σώρρα, ψευδοπροφήτες της δραχμής, τυχοδιώκτες και φαντεζί ταχυδακτυλουργοί-οικονομολόγοι ανέβηκαν επί σκηνής και την πλημμύρισαν. Οσο πιο ανορθολογικές οι θεωρίες για την κρίση, τόσο μεγαλύτερο το σουξέ – μιντιακό και κατόπιν πολιτικό και εκλογικό. Ετσι τα ζήσαμε αυτά τα χρόνια. Ο κύκλος του ανορθολογισμού έκλεισε πια – ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε οι αισιόδοξοι. Αλλά να που μια νέα θεωρία, που διεκδικεί να ανήκει στον κύκλο της λογικής, πήρε θέση στη σκηνή και φιλοδοξεί να ορίσει τις πολιτικές μάχες του μέλλοντος.

Η θεωρία είναι απλή: Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, υποτίθεται, η Αριστερά κατέκτησε την ηγεμονία των ιδεών, κυριάρχησε στο επίπεδο των αξιών και των αντιλήψεων και στην κυριαρχία της αυτή οφείλεται όλη η νεότερη κακοδαιμονία και η ίδια η χρεοκοπία μας. Η Αριστερά μπορεί να μην κυβέρνησε – λένε οι οπαδοί της θεωρίας -, επέβαλε όμως ένα πλέγμα ιδεών που οδήγησαν στον μαρασμό της πραγματικής οικονομίας, στη δημοσιονομική κραιπάλη και εν τέλει στο Μνημόνιο. Ο Μάκης Βορίδης διατύπωσε, πρόσφατα, με σαφήνεια και με τρόπο που προκάλεσε σάλο, το συμπέρασμα: Δεν αρκεί να ηττηθούν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στις επόμενες εκλογές. Πρέπει να καταλυθεί η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς και να εμποδιστεί η ανάκαμψη των «ελαττωματικών ιδεών» της.

Ας μεταφερθούμε, λοιπόν, από τη θεωρία στην πράξη, στην εφαρμοσμένη πολιτική. Αν ήταν της Αριστεράς το ιδεολογικό και αξιακό οπλοστάσιο που καθόρισε τη συνείδηση των πολιτών και τη διακυβέρνηση της χώρας, αν οι δικές της ιδέες οδήγησαν στη χρεοκοπία, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι ήταν μια κυβέρνηση της Δεξιάς, της αυθεντικής, λαϊκής Δεξιάς, που κατέκτησε το έπαθλο του μεγαλύτερου και ταχύτερου δημοσιονομικού εκτροχιασμού στη νεότερη ιστορία;

Θυμίζω: Ηταν μια κυβέρνηση της ΝΔ που παρέλαβε το δημόσιο χρέος στα 180 δισ. το 2003 και το παρέδωσε στα 300 δισ. το 2009. Επί των ημερών της ίδιας κυβέρνησης, η δαπάνη για μισθούς δημοσίων υπαλλήλων έφθασε από 12,3 δισ. το 2003 στα 15,1 δισ. το 2009 και η δαπάνη για συντάξεις του Δημοσίου, αντίστοιχα, από τα 3,5 στα 6,4 δισ. Η κυβέρνηση αυτή, μόνον στον τελευταίο της χρόνο επέτυχε να αυξήσει τις μηνιαίες δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού κατά 25% και να μειώσει τα μηνιαία έσοδα κατά 24,2%. Κι είχε επίσης επιτύχει, στον καιρό της απόλυτης πολιτικής της κυριαρχίας και πριν χτυπήσει η κρίση, να εκτοξεύσει το εξωτερικό έλλειμμα από 5,7% του ΑΕΠ, το 2003, στο 14,5% ήδη από το μοιραίο 2007.

Η υπόμνηση των σκληρών αριθμών δεν γίνεται για να διατυπωθεί κάποιο κατηγορητήριο. Αλλά για να τεκμηριωθεί πως η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε στο κυνήγι κάποιας ευγενούς ή σκοτεινής ουτοπίας. Χρεοκόπησε στο κυνήγι της εκλογικής πελατείας και των ισχυρών, συντεχνιακά οργανωμένων συμφερόντων. Την Ελλάδα δεν την οδήγησαν στο Μνημόνιο κάποιες ιδέες, δεξιές ή αριστερές. Τη χρεοκόπησαν ένα πελατειακό κράτος, και ένα κομματικό σύστημα που εξουσίασε αυτό το κράτος και, ταυτόχρονα, υποδουλώθηκε σε αυτό. Να μεταθέτουμε τη συζήτηση από τις πελατειακές πρακτικές στον νεφελώδη κόσμο των ιδεών θα ήταν σαν να αθωώνουμε το έγκλημα και να διευκολύνουμε την επανάληψή του.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε, σε χρόνο ανύποπτο, δυο δεκαετίες πριν από το Μνημόνιο, περιγράψει τον φαύλο κύκλο: Οι ψηφοφόροι δεν ζητούσαν πια από τα κόμματα, ως αντιπαροχή της ψήφου τους, ρουσφέτια και προσωπικές εξυπηρετήσεις. Ζητούσαν διεύρυνση του γενικού τους «καταναλωτικού δικαιώματος». Οι πολιτικοί, για να εκλεγούν, έδιναν υποσχέσεις, που οι πολίτες έκαναν ότι πιστεύουν για να τις χρησιμοποιήσουν μετεκλογικά ως «επιταγές προς εξόφληση». Κι έτσι το πελατειακό σύστημα για να αναπαραχθεί απαιτούσε όλο και μεγαλύτερες παροχές «πάνω από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας», άρα υπερδανεισμό. Κι όλα αυτά δίχως αντίσταση, αφού το κράτος ήταν (και παραμένει) πλήρως εξαρτημένο από το κόμμα που κυβερνά, όσο και το κόμμα είναι εξαρτημένο από την πελατειακή χρήση του κράτους για την επιβίωσή του.

Στην αναπαραγωγή αυτού του φαύλου κύκλου κανείς δεν ήταν αμέτοχος και αναμάρτητος. Μα είναι δίκαιο να αναγνωρίσει κανείς ότι το μερτικό ευθύνης της Αριστεράς ήταν το μικρότερο. Μέχρι που ήρθε ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ και η συμμαχία του, η ώσμωσή του, προεκλογική και μετεκλογική, επιβεβαιωμένη πανηγυρικά στον πρόσφατο ανασχηματισμό, με τους πιο τυπικούς και αμετανόητους εκπροσώπους των παλαιών, προμνημονιακών δημαγωγικών ηθών. Κι αν τώρα οι ιδέες της Αριστεράς, σε όποια εκδοχή τους, κινδυνεύουν με απαξίωση και έκλειψη, δεν είναι κάποια σταυροφορία του Μάκη Βορίδη που τις απειλεί. Η απειλή προέρχεται από την κυβερνητική πρακτική, την πρακτική προπάντων υποταγής του κράτους στο κόμμα και τις ανάγκες του, εκείνων που βαπτίσθηκαν «πρώτη φορά Αριστερά», που αποδείχθηκε τόσο όμοια με ό,τι ήθελε, υποτίθεται, να ανατρέψει.