Το αντι-αριστερό μένος όλο και συχνότερα διεγείρεται, καταλαμβάνει τη θέση της πολιτικής κριτικής. Φανατικοί, θεωρούν ότι η πτώση του πολιτικού συστήματος δεν οφείλεται στην ελαττωματική του διαμόρφωση, στον εκμαυλισμό και τον παρασιτισμό, αλλά σε μια πλεκτάνη που εξύφανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Επίτηδες το κόμμα του 4% δεν στήριξε τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά τη χρεοκοπία της χώρας, επίτηδες και μάλιστα με σχέδιο ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαθήλωνε τα παλαιά κόμματα, τα πρόσωπα που κυβέρνησαν, για να έρθει στη συνέχεια σαν Ιζνογκούντ να πάρει τη θέση των αποκαθηλωμένων δικαιούχων. Αφού (η συριζική Αριστερά) υφάρπαξε την προίκα, ενοχοποιείται (από τους φαντασιακά προικοδότες και προικολήπτες) τώρα που είναι κυβερνητικός τελεστής, ότι τα κάνει όλα «για την καρέκλα». Νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλαγές νόμων, διατήρηση (άλλων) νόμων, υποχωρήσεις, επιτυχίες, αποτυχίες, διεθνείς συμφωνίες, όλα γίνονται με σκοπό τη «διατήρηση στην καρέκλα». Κάθε μέρα επιβίωσης του κυβερνητικού σχήματος «οφείλεται» σε μια διαβολική εξουσιαστική επιδεξιότητα που ντριμπλάρει, μαρκάρει, ελίσσεται, ξεγελάει και σχεδόν καταφέρνει να «γκολάρει» στα δίκτυα της αθώας και αειπαρθένου αντιπολιτεύσεως. Ανασφάλειες, μπούρδες, αναλυτική αδυναμία της Δεξιάς.

Φυσικά κάθε εξουσία ενέχει και την καρεκλοθηρία (κανείς δεν έχει κάνει το εμβόλιο), αλλά το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τον κάτοχο αλλά και με τον παθιασμένο διεκδικητή της. Το πρόβλημα δεν είναι η δημοκρατικά νόμιμη διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά ο λόγος, τα μέσα, η πολιτική αισθητική της: «Θα φύγετε με κλωτσιές» ή «Θα σας σπάσουμε τα χέρια αν πειράξετε τη ΝΔ». Είναι οι αισθητικοί όροι στους οποίους διακονούν φερέλπιδες – ιδίως νεο-νεοδημοκράτες (καμιά φορά και ξεφτέρια της άλλης πλευράς). Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική αγένεια και η ανασφάλεια του «νεοπροσλαμβανόμενου» και νεοδιεκδικητή, όσο ότι από έναν πολιτικό πριμιτιβισμό και πρωτόγονο αντικυβερνητισμό, εκπίπτουμε σε έναν ιδεολογικό ρατσισμό. Οι αριστεροί είναι πήξε, δείξε. Η αριστερά είναι καρκινικό στοιχείο, μιας κατά τα άλλα υγιούς συστημικής πραγματικότητας. Η αντι-αριστερή ένταση ανακαταλαμβάνει τον δημόσιο λόγο. Μοιραία η κυβερνητική αριστερά, χωρίς την μεταφυσική του ακαδημαϊκού αντιπολιτευτισμού εγείρει και ταπεινότερα αισθήματα: απέχθεια, φθόνο, «κακιώματα» ενός πολιτικά φθαρμένου κληρονόμου, όπου «ο κολίγος του» συν-κληρονόμησε το κτήμα κ.λπ. Το χειρότερο είναι η βολική καθήλωση της ίδιας της Αριστεράς στον ρόλο του θύματος, σε μια στάση αυτοτέρψης, απ’ τη λυσσώδη και άδικη επίθεση του αντιπάλου. Η περιτοίχιση ενός τμήματος της Αριστεράς στο στενό διαχειριστικό περιεχόμενο της εκ των πραγμάτων, στενής κυβερνητικής πράξης, ή η εύκολη αντιπολιτευτική αποκόλληση απ’ την κυβερνητική πράξη, είναι ένα φαινόμενο που αναπαράγει το ιδεολογικό πρόβλημα της «δυτικής Αριστεράς». Την αδυναμία της να διαχειριστεί την ένταξη στο σύστημα και συγχρόνως την κριτική απένταξη απ’ αυτό. Την αδυναμία της διπλής κατανόησης του συστήματος ως περιέχοντος και περιεχομένου συγχρόνως. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για το μεταπρατικό, αντιπαραγωγικό και διεφθαρμένο ελληνικό «ιδιοσύστημα». Στον Ντίκενς, η θλίψη της εγκαταλελειμμένης μις Χάβισαμ γίνεται μνησικακία. Το σύνδρομο της «δεξιάς» Χάβισαμ τείνει να αιχμαλωτίσει μια «αριστερά» Εστέλα…

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων