Υπάρχουν κομβικά σημεία που επηρεάζουν την πορεία μιας κοινωνίας. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Ιουλίου 2005 αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα τέτοιο σημείο όπου η βρετανική κοινωνία άλλαξε τροχιά.
Μία μέρα πριν η Βρετανία πανηγύριζε την απόφαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής να αναθέσει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων στο Λονδίνο. Ηταν μια ξεχωριστή στιγμή που συμβόλιζε τη σιγουριά μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας που ατένιζε το μέλλον με αισιοδοξία.
To κλίμα ενθουσιασμού κατέρρευσε την επόμενη ημέρα όταν τέσσερις βομβιστές αυτοκτονίας επιτέθηκαν στο σύστημα μεταφορών της πρωτεύουσας σκοτώνοντας 52 άτομα και τραυματίζοντας εκατοντάδες άλλα.
Η αντίθεση συναισθημάτων δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη: Μία πόλη/κοινωνία έτοιμη να παρουσιάσει τον εαυτό της ως πρότυπο ανεκτικότητας, πολυπολιτισμικής συνύπαρξης ερχόταν αντιμέτωπη με τις πιο βαθιές της ανασφάλειες.
Πριν από την τρομοκρατική επίθεση η Βρετανία υιοθετούσε με αυτοπεποίθηση το αφήγημα της πολυπολιτισμικότητας που αποτέλεσε και βασικό πυλώνα της Ολυμπιακής υποψηφιότητας του Λονδίνου. Ωστόσο η ταυτότητα των δραστών, παιδιά μεταναστών, μουσουλμάνοι, γεννημένοι (οι τρεις) στη Βρετανία, έφερε στο προσκήνιο σαν φάντασμα από το παρελθόν τους διχαστικούς λόγους («ποταμοί αίματος») του Ινοχ Πάουελ εναντίον της μετανάστευσης.
Το τρομοκρατικό χτύπημα έθεσε το ερώτημα αν είναι δυνατή η πολυπολιτισμική συνύπαρξη χωρίς στοιχειώδη κοινωνική ένταξη. Τα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας εντάθηκαν και η «Βρετανικότητα» πολιτικοποιήθηκε ξανά. Η ψυχολογική μεταβολή υπήρξε άμεση και διαρκής. Οι έννοιες της (αν)ασφάλειας, της αφοσίωσης στην πατρίδα, και της ταυτότητας συνδέθηκαν και αναδιαμόρφωσαν την αντίληψη της κοινωνίας για τη μετανάστευση και την εθνική/κοινωνική συνοχή.
Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οι επιθέσεις δεν προκάλεσαν μόνο μία πολιτισμική αναθεώρηση, αλλά έφεραν στο προσκήνιο και άλλες δομικές εντάσεις με ρίζες στο κοινωνικοοικονομικό παρελθόν της χώρας. Για δεκαετίες, αρχίζοντας από τη διακυβέρνηση της Θάτσερ, η χώρα αναπτύχθηκε οικονομικά με άνισο τρόπο.
Το Λονδίνο και η Νοτιοανατολική Αγγλία ευημέρησαν λόγω της παγκοσμιοποίησης και λόγω του χρηματοοικονομικού τομέα, ενώ οι περιοχές του αγγλικού Βορρά, της Ουαλίας, είδαν τις βιομηχανίες να εξαφανίζονται συμπαρασύροντας την ταυτότητα των τοπικών κοινωνιών και εν τέλει την κοινωνική συνοχή.
Η ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων αντικατόπτριζε την επιτυχία της μιας Βρετανίας, αλλά η 7η Ιουλίου αποκάλυψε τις αστάθειες της άλλης. Οι κοινότητες που αισθάνθηκαν περιθωριοποιημένες μετά την αποβιομηχάνιση θεώρησαν τις δημογραφικές αλλαγές και τη μετανάστευση ως επιπλέον ένδειξη ότι το πολιτικό κατεστημένο της πρωτεύουσας παρέμενε αδιάφορο για τις εμπειρίες τους. Ο φόβος από τις επιθέσεις ενίσχυσε το αίσθημα της απώλειας της ταυτότητας και του ελέγχου του μέλλοντός τους.
Οι λαϊκιστές ανέγνωσαν την αλλαγή νωρίς και συνέδεσαν τους φόβους για τον εξτρεμισμό με τη μετανάστευση και με τη θέση της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως υπονόμευση της ταυτότητάς της.
Η έξοδος από την ΕΕ δεν ήταν μόνο μια αντίδραση ενάντια στη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», αλλά αποτέλεσε δίαυλο εξωτερίκευσης παραπόνων που υπέβοσκαν κάτω από την επιφάνεια επί δεκαετίες και αναζωπυρώθηκαν μετά το 2005. Το σύνθημα «ανάκτησε τον έλεγχο» είχε κυρίως ταυτοτική διάσταση. Η άνοδος του κόμματος της «Μεταρρύθμισης» του Φάρατζ αποτελεί τη λογική συνέχεια αυτής της εξωτερίκευσης.
Η 7η Ιουλίου δεν γέννησε το Brexit, αλλά ανέδειξε βαθύτερες κοινωνικές εντάσεις στη Βρετανία: τη διάδραση μεταξύ πολυπολιτισμικότητας και ταυτότητας και τα όρια της διάδρασης, το χάσμα πρωτεύουσας – περιφέρειας, ενός θριάμβου που ακολουθήθηκε από τον τρόμο. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, η κληρονομιά εκείνης της εβδομάδας συνεχίζει να καθορίζει το πολιτικό τοπίο της Βρετανίας και την αναζήτησή της για ενότητα.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος