Ας ξεκινήσουμε από μια άβολη αλήθεια: κάθε παιδί που γεννιέται είναι ήδη ένα γενετικό πείραμα. Η φύση δεν λειτουργεί με εγγυήσεις ποιότητας. Κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο με δεκάδες τυχαίες μεταλλάξεις, προϊόν ενός εξελικτικού συστήματος γεμάτου ασυμβατότητες και λάθη. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ζούμε μια φυσιολογική ζωή είναι περισσότερο θέμα τύχης παρά σχεδιασμού.
Ακριβώς γι’ αυτό, η ιδέα της γονιδιακής επεξεργασίας εμβρύων δεν είναι τόσο εξωφρενική όσο φαίνεται. Αν ο ανθρώπινος πολιτισμός επιβιώσει των μεγάλων απειλών του 21ου αιώνα – από την κλιματική κρίση έως τις γεωπολιτικές αναταράξεις – είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποτε η παρέμβαση στο DNA των απογόνων μας θα θεωρείται φυσιολογική. Ίσως μάλιστα, στο μέλλον, η «φυσική» σύλληψη να θεωρείται ανεύθυνη επιλογή, επειδή αφήνει τα πάντα στην τύχη.
Όμως το ότι κάτι μπορεί να γίνει, δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει τώρα. Και σίγουρα όχι με τον τρόπο που οραματίζονται ορισμένες νεοφυείς εταιρείες, οι οποίες υπόσχονται γονιδιακά τροποποιημένα μωρά ως προϊόν τεχνολογικής καινοτομίας.
Οι κίνδυνοι και τα όρια της τεχνολογίας
Η σημερινή πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Παρότι η τεχνολογία επεξεργασίας γονιδίων έχει σημειώσει τεράστια πρόοδο, παραμένει ατελής και απρόβλεπτη. Οι παρεμβάσεις στο DNA δεν είναι ποτέ απολύτως «καθαρές». Μια αλλαγή σε ένα σημείο του γονιδιώματος μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες συνέπειες αλλού, οι οποίες ίσως εμφανιστούν χρόνια ή και γενιές αργότερα.
Όταν το πείραμα αφορά έναν ενήλικα που έχει συναινέσει, το ηθικό δίλημμα είναι δύσκολο αλλά διαχειρίσιμο. Όταν αφορά ένα παιδί που δεν έχει φωνή, τα όρια αλλάζουν ριζικά.
Επιπλέον, η βιολογία δεν είναι μενού επιλογών. Δεν υπάρχουν γονίδια «μόνο για εξυπνάδα», «μόνο για υγεία» ή «μόνο για αντοχή». Τα περισσότερα χαρακτηριστικά προκύπτουν από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις δεκάδων γονιδίων και του περιβάλλοντος. Η ιδέα ότι μπορούμε σήμερα να «βελτιώσουμε» τον άνθρωπο με μερικές στοχευμένες αλλαγές είναι περισσότερο αφήγημα marketing παρά επιστημονικό δεδομένο.
Η κοινωνική διάσταση
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το κοινωνικό πλαίσιο. Αν η γονιδιακή επεξεργασία περάσει πρόωρα στα χέρια της αγοράς, είναι πιθανό να ενισχύσει τις ανισότητες. Τα πρώτα «βελτιωμένα» παιδιά δεν θα γεννηθούν για να θεραπεύσουν σπάνιες ασθένειες, αλλά για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες όσων μπορούν να πληρώσουν. Από εκεί έως έναν νέο, βιολογικό ταξικό διαχωρισμό, η απόσταση είναι μικρή.
Η ανάγκη για κανόνες και ηθικά όρια
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να απορρίψει τη γονιδιακή επεξεργασία. Αντίθετα, η προοπτική εξάλειψης κληρονομικών ασθενειών και βελτίωσης της ποιότητας ζωής είναι υπαρκτή και σημαντική. Όμως απαιτεί χρόνο, διαφάνεια, διεθνείς κανόνες και – κυρίως – μια συλλογική απόφαση για το τι θεωρούμε αποδεκτό.
Τα γονιδιακά τροποποιημένα μωρά πιθανότατα ανήκουν στο μέλλον της ανθρωπότητας. Όχι όμως στο άμεσο μέλλον των start-ups και των επενδυτικών γύρων. Πριν φτάσουμε εκεί, πρέπει να απαντήσουμε σε πιο δύσκολα ερωτήματα: «ποιος αποφασίζει», «για ποιον» και «με ποιες συνέπειες».
Η τεχνολογία μπορεί να προχωρά με ταχύτητα. Η ανθρώπινη ωριμότητα, όμως, οφείλει να προηγείται.
Η ανάλυση βασίζεται στο άρθρο “Gene-edited babies are the future – but these CRISPR start-ups aren’t” του Michael Le Page, που δημοσιεύτηκε στο New Scientist στις 29 Δεκεμβρίου 2025.