Τριάντα και πλέον χρόνια μετά την ανακάλυψη των πρώτων εξωπλανητών, οι αστρονόμοι έχουν στα χέρια τους έναν εντυπωσιακό κατάλογο χιλιάδων ξένων κόσμων. Κι όμως, κάτι θεμελιώδες λείπει: δεν έχουμε βρει ούτε έναν πλανήτη που να μοιάζει πραγματικά με τη Γη. Οι περισσότεροι είναι μεγαλύτεροι, θερμότεροι ή περιφέρονται γύρω από άστρα εντελώς διαφορετικά από τον Ήλιο. Το ερώτημα αν το δικό μας πλανητικό σύστημα είναι συνηθισμένο ή σπάνιο παραμένει αναπάντητο.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί μια «Γη»
Η δυσκολία δεν οφείλεται στην έλλειψη τεχνολογίας, αλλά στα ίδια τα φυσικά όρια των μετρήσεων. Ένας πλανήτης στο μέγεθος της Γης ασκεί ελάχιστη βαρυτική επίδραση στο άστρο του. Το αποτέλεσμα είναι ένα σχεδόν ανεπαίσθητο «τρεμούλιασμα» του άστρου, τόσο μικρό που χάνεται εύκολα μέσα στη φυσική δραστηριότητα της επιφάνειάς του. Επιπλέον, επειδή ένας τέτοιος πλανήτης χρειάζεται περίπου έναν χρόνο για να ολοκληρώσει την τροχιά του, η επιβεβαίωση της ύπαρξής του απαιτεί πολυετή και αδιάλειπτη παρακολούθηση.
Ένα παλιό τηλεσκόπιο με νέα αποστολή
Στα Κανάρια Νησιά, ένα τηλεσκόπιο με ιστορία δεκαετιών αποκτά έναν εντελώς νέο ρόλο. Ανακαινισμένο και εξοπλισμένο με έναν υπερσύγχρονο φασματογράφο, θα αφιερωθεί αποκλειστικά στην παρατήρηση δεκάδων άστρων που μοιάζουν με τον Ήλιο. Η ιδέα δεν είναι να κοιτάξει μακριά και γρήγορα, αλλά να κοιτάξει σταθερά και επίμονα. Κάθε νύχτα, τα ίδια άστρα, ξανά και ξανά, για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες που έδιναν έμφαση στις γρήγορες ανακαλύψεις, αυτή η προσπάθεια βασίζεται στην υπομονή. Η συνεχής παρακολούθηση επιτρέπει στους επιστήμονες να «καταπνίξουν» τον θόρυβο που προκαλεί η ίδια η δραστηριότητα των άστρων και να αναδείξουν το αδύναμο σήμα ενός πλανήτη σαν τη Γη. Είναι μια στρατηγική χαμηλών τόνων, αλλά υψηλών προσδοκιών.
Η αναζήτηση ενός γήινου πλανήτη δεν είναι απλώς μια άσκηση αστρονομικής ακρίβειας. Έχει άμεση σχέση με το διαχρονικό ερώτημα της ζωής στο Σύμπαν. Οι περισσότεροι δυνητικά κατοικήσιμοι πλανήτες που γνωρίζουμε σήμερα βρίσκονται σε ακραία περιβάλλοντα, γύρω από μικρά και συχνά βίαια άστρα. Ένας πλανήτης σαν τη Γη, σε τροχιά γύρω από ένα ήρεμο άστρο σαν τον Ήλιο, θα αποτελούσε τον πιο ελπιδοφόρο στόχο για την αναζήτηση βιολογικών ιχνών.
Το εγχείρημα αυτό δεν είναι μοναχικό. Αντίστοιχες έρευνες σχεδιάζονται σε άλλα μέρη του κόσμου, ενώ μελλοντικά διαστημικά τηλεσκόπια θα μπορούσαν να εξετάσουν λεπτομερώς τις ατμόσφαιρες των πλανητών που θα ανακαλυφθούν. Κάθε νέο εύρημα θα λειτουργεί ως οδηγός για την επόμενη, πιο φιλόδοξη αποστολή.
Και αν δεν βρεθεί τίποτα;
Ακόμη και το ενδεχόμενο της αποτυχίας έχει τεράστια επιστημονική αξία. Αν, μετά από δέκα χρόνια εξαντλητικών παρατηρήσεων, δεν εντοπιστεί κανένας πραγματικός «δίδυμος» της Γης, το συμπέρασμα θα είναι σαφές και βαθύ: ίσως ο κόσμος μας είναι πολύ πιο ιδιαίτερος απ’ όσο πιστεύαμε. Σε κάθε περίπτωση, το κυνήγι αυτό δεν υπόσχεται μόνο απαντήσεις για μακρινούς πλανήτες, αλλά και μια πιο καθαρή εικόνα για το ποιοι είμαστε και πόσο μοναδική είναι η θέση μας στο Σύμπαν.