Η Τούμπα δεν αποκάλυψε κάτι καινούργιο. Απλώς το φώναξε στους Πράσινους. Σε έναν αγώνα που υποτίθεται πως μετρά ποδοσφαιρικές προσωπικότητες και “μέταλλα”, ο Παναθηναϊκός παρουσιάστηκε χωρίς ταυτότητα, χωρίς ένταση, χωρίς ίχνος διεκδίκησης. Κι όταν συμβαίνει αυτό σε ντέρμπι, τότε οι απαντήσεις είναι σκληρές.
Ο Ράφα Μπενίτεθ δεν μπορεί να χρεωθεί όλα όσα δεν λειτουργούν εδώ και χρόνια στον Παναθηναϊκό. Κληρονόμησε μια ομάδα προβληματική, με ξεκάθαρη ανισορροπία στο ρόστερ και μάλλον περιορισμένο “ταβάνι”. Όμως όσο περνά ο χρόνος, άλλο τόσο μεγαλώνει και η ευθύνη του. Γιατί δεν ήρθε ως μεταβατική λύση. Ήρθε ως το μεγάλο όνομα. Και τα μεγάλα ονόματα οφείλουν να αφήνουν αποτύπωμα.
Στην Τούμπα, αυτό το αποτύπωμα δεν φάνηκε. Ο Παναθηναϊκός δεν ηττήθηκε απλώς από τον ΠΑΟΚ. Υποτάχθηκε. Και σε αυτό ο ρόλος του Ραζβάν Λουτσέσκου υπήρξε καταλυτικός: διάβασε το ματς, το έλεγξε, το κέρδισε. Ο αντίπαλος προπονητής έδειξε τι σημαίνει ομάδα με ξεκάθαρο σχέδιο. Ο Παναθηναϊκός, το αντίθετο.
Το ερώτημα πια δεν είναι αν «φταίει» ο Μπενίτεθ. Είναι αν μπορεί να αλλάξει κάτι. Γιατί μέχρι τώρα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ούτε η νοοτροπία, ούτε η αγωνιστική συμπεριφορά, ούτε το συναίσθημα που βγάζει η ομάδα στο γήπεδο. Η ίδια αργή κυκλοφορία, η ίδια έλλειψη έντασης, η ίδια αίσθηση παραίτησης με την πρώτη δυσκολία.
Ο κόσμος περίμενε έναν προπονητή που θα τραβήξει το σύνολο από την… κινούμενη άμμο. Αντί γι’ αυτό, βλέπει μια ομάδα που μοιάζει να βυθίζεται πιο βαθιά, παρασύροντας μαζί της και τον άνθρωπο που υποτίθεται πως θα την έσωζε. Το «Ράφα… ξήλωνε» ακούγεται ολοένα και πιο συχνά, όχι ως σύνθημα ελπίδας, αλλά ως κραυγή αδιεξόδου.
Ίσως το πρόβλημα να είναι μεγαλύτερο από έναν προπονητή. Ίσως και το ξήλωμα να μην είναι πανάκεια. Το βέβαιο, όμως, είναι ένα: όσο ο Παναθηναϊκός μένει ίδιος, ο χρόνος δεν δουλεύει υπέρ του Μπενίτεθ. Και στο ποδόσφαιρο, όταν δεν αλλάζεις την ιστορία, γίνεσαι μέρος του προβλήματος.