Η τηλεόραση, στο σπίτι της φίλης μου, ήταν ανοιχτή, ουδείς όμως παρακολουθούσε το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων που έπαιζε εκείνη την ώρα. Και βέβαια δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα το παρακολουθούσε ο 12χρονος γιος της που, εκείνη την ώρα, είχε κολλήσει με κάποιο παιχνίδι στο τάμπλετ. Μέχρι που, κάποια στιγμή, έγινε, εντελώς τυχαία, ένας συντονισμός αντιδράσεων. Η εκφωνήτρια παρουσίαζε την επίσκεψη, σε μια πόλη της περιφέρειας, κάποιου αρχηγού κόμματος – ειλικρινά, δεν είχα ακούσει για ποιον μιλούσε – και, αφού αναφέρθηκε στις πολιτικές δηλώσεις και τις προεκλογικές εξαγγελίες, πρόσθεσε, τονίζοντας τον λόγο της σαν να ήταν αυτή η πιο σημαντική ενέργεια του πολιτικού αρχηγού, «…και έβγαλε πολλές σέλφι με τους παρευρισκόμενους».

Την ίδια στιγμή, ο μικρός σήκωσε τα μάτια του από το τάμπλετ και είπε: «Αν είχα μια σέλφι με τον Κασσελάκη, θα φλέξαρα τρελά». (Οπου, για τους μη γνωρίζοντες τα «νεοελληνικά», «φλεξάρω» σημαίνει κάνω εντύπωση). Τον ρώτησα αν ξέρει ποιος ακριβώς είναι ο Κασσελάκης. «Κάτι είναι στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θυμάμαι ακριβώς», μου απάντησε και συνέχισε το παιχνίδι του. Οταν εγώ, δηλαδή, αντιδρούσα με – μάλλον δυσάρεστη – έκπληξη στο ότι οι σέλφι θεωρούνται αν όχι πολιτικό κατόρθωμα, τουλάχιστον «πολιτικό έργο», ο 12χρονος επιβεβαίωνε το «ψάρωμα» (για να το πω στα δικά μου, παλιά «νεοελληνικά») που θα προκαλούσε στους συνομήλικούς του μία σέλφι με τον Κασσελάκη. Μετα-πολιτική; Α-πολιτική; Ή μήπως πολιτική για 12χρονα;

Ωρες ώρες αναρωτιέμαι μήπως έχω γίνει σαν τον γέρο γκρινιάρη του πάλαι ποτέ «Μάπετ Σόου». Δηλαδή, όπως τα νέα παιδιά (και δεν εννοώ τα 12χρονα αλλά αυτά που είναι σε ηλικία ψήφου) θα κριντζάρουν (άντε πάλι μετάφραση: νιώθω αποστροφή σε συνδυασμό με αμηχανία) αν κάνω αναφορά στο «Μάπετ Σόου», έτσι κριντζάρω κι εγώ όταν ακούω ότι οι «πολλές σέλφι» αποδεικνύουν την επιτυχία και τη «διεισδυτικότητα» μιας πολιτικής παρουσίας. Οπως επίσης και οι πολλές σφιχταγκαλίτσες και φιλάκια.

Το κάνουν σχεδόν όλοι – μέχρι και ο Κουτσούμπας, πέρυσι, ανέδειξε σε χιτ της προεκλογικής του εκστρατείας το «καρδούλωμα» –, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο πρόεδρος Κασσελάκης το ανήγαγε σε επιστήμη και βασικό στοιχείο του προεκλογικού του σόου δίνοντας, για να πω την αλήθεια, άλλοθι και στους άλλους. Μη δει παιδί, ηλικιωμένο, σκύλο, γάτα. Ή που θα αγκαλιάζει σε βαθμό ασφυξίας σαν να βρήκε χαμένο συγγενή ή που θα «πέφτει και θα κυλιέται σαν ζάρι» για να φιλήσει τον σκύλο ή για να τον φιλήσει η γάτα.

Προσωπικά, όλα αυτά τα βρίσκω καραγκιοζιλίκια. Ο 12χρονος, πάλι, θα «φλεξάρει τρελά» με μια σέλφι με τον Κασσελάκη κι ας μην ξέρει ποιος ακριβώς είναι και τι κάνει. Και καλά ο 12χρονος. Θα μεγαλώσει. Οσοι και όσες έχουν απομείνει όμως στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκουν χαριτωμένα τα καμώματα του προέδρου; Ή το ότι δέθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι σε ένδειξη συμπαράστασης – και, κυρίως, για τη φωτογραφία – προσβάλλοντας κατάφωρα τους ανάπηρους; «Φλεξάρουν» ας πούμε; Αν ναι, εγώ θα είμαι η θεία που θέλει να καθίσει με τους γέρους του «Μάπετ Σόου».

Εξήντα και ένα χρόνια μετά

Βέβαια, εγώ ευτυχώς γεννήθηκα νωρίς. Οχι τόσο νωρίς που να θυμάμαι από πρώτο χέρι την απόπειρα δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη (σαν σήμερα πριν από εξήντα ένα χρόνια, που επέφερε, ύστερα από πέντε ημέρες, τον θάνατό του), αλλά αρκετά ώστε να έχω τη μνήμη μιας αίσθησης από τις διαμαρτυρίες των κινητοποιήσεων που ακολούθησαν. Και όταν αμέσως μετά τη χούντα έπιασα στα χέρια μου το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, «φλέξαρα» στις συμμαθήτριές μου διότι το κουβαλούσα στη σχολική μου τσάντα, ακόμη και όταν το είχα τελειώσει.

Κι ύστερα ήρθε η ταινία του Γαβρά με τον Ιβ Μοντάν. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές την είδα απανωτά, αυτό που θυμάμαι πολύ καλά πάντως είναι ότι μέσα στην αίθουσα γινόταν πανζουρλισμός. Και όταν ανέβαινε η ένταση της μουσικής του Θεοδωράκη, αλαλάζαμε, κρατούσαμε τον ρυθμό με παλαμάκια και χτυπώντας τα πόδια μας στο πάτωμα, τραγουδούσαμε τους στίχους του «Αντώνη» κι ας μην ακούγονταν στην ταινία, σαν να ήμασταν σε ζωντανή συναυλία. Στιγμές πολιτικής συγκίνησης που δεν ξέρω αν θα προσφέρουν ποτέ οι σέλφι, οι αγκαλίτσες και τα φιλάκια. Αλλά είπαμε, εγώ θα καθίσω με τους γέρους.