Ερχονται ευρωεκλογές, αν το έχετε ξεχάσει, και χθες έκλεισε η διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων, άρα μπαίνουμε στην τελική ευθεία. Πέραν του μεγάλου αριθμού κομμάτων που συμμετέχουν (46, με αρκετά προσωπικά οχήματα), της αποτυχίας, μέχρι στιγμής, της «επιστολικής ψήφου» (γύρω στις 70.000 εγγεγραμμένοι, με το 66% να είναι εκλογείς εσωτερικού) και του μικρού, και άσχετου με το αντικείμενο των ευρωεκλογών, ενδιαφέροντος του κοινωνικού σώματος, δυο είναι τα πολιτικά γεγονότα που, κατά τη γνώμη μου, αξίζουν σχολιασμού.

Πρόκειται καταρχάς για την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ –να πούμε «του νέου ΣΥΡΙΖΑ»;– για εκλογή της πλειονότητας των υποψηφίων του από τη βάση. Είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται στην Ελλάδα μια διαδικασία «άμεσης δημοκρατίας» στο πεδίο των ευρωεκλογών –ως τώρα είχαμε την εκλογή αρχηγών αρκετών κομμάτων «από τη βάση»– και, άρα, η πρώτη φορά που η σχετική επιλογή φεύγει από την αποκλειστική ευχέρεια του αρχηγού και των συνεργατών του – κάτι που είναι, από μόνο του, θετικό. Από εκεί και πέρα, όμως, πολλά προβλήματα ουσίας: αρκετά περιορισμένη συμμετοχή και αδιαφανής διαδικασία –μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είχαν ανακοινωθεί οι αριθμοί ψήφων ανά υποψήφιο– και, ιδίως, θρίαμβος του «σταρ σίστεμ», για λόγους, ίσως, κομματικής επιβίωσης και, σίγουρα, κατ’ εικόνα και ομοίωση του νέου αρχηγού του κόμματος. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο δημοκρατικότερος τρόπος επιλογής ευρωβουλευτών που θα μπορούν να εκπροσωπήσουν επάξια την Ελλάδα δεν είναι με βοναπαρτικές ή ψευτοδημοψηφισματικές διαδικασίες, αλλά με λίστα που θα διαμορφώνεται, βάσει προσόντων, από ειδικά κομματικά συνέδρια.

Πολιτικά κατανοητή, αλλά θεσμικά ακόμα πιο προβληματική, ήταν η επιλογή του Φρέντι Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της κυβερνητικής παράταξης. Πρωτιά κι εδώ –υποψήφιος ελληνικής καταγωγής αλλά μη δραστηριοποιούμενος στην Ελλάδα– και μάλιστα ιδιαίτερα φορτισμένη, αφού το συγκεκριμένο πρόσωπο κρατείται σε φυλακές της Αλβανίας και δεν έχει εκτίσει την ποινή του. Χωρίς να εισέλθει κανείς στην ουσία της υπόθεσης –προσωπικά, πάντως, κρατώ στον νου μου, και στο αρχείο μου, τις αιτιάσεις για «στημένη δίωξη» και για «δίκη παρωδία» του ψύχραιμου γνώστη Αλέξανδρου Μαλλιά, αλλά και τον εν γένει βίο και πολιτεία του ίδιου του Μπελέρη–, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, χρήζοντάς τον υποψήφιο, το κυβερνών κόμμα, άρα η ελληνική κυβέρνηση, αφενός «ισχυρίζεται» με τον πιο επίσημο τρόπο ότι είναι αθώος κι αφετέρου παρεμβάλλεται σε μια δικαστική διαδικασία σε άλλη χώρα. Πέρα από τη διακινδύνευση των διακρατικών σχέσεων με την Αλβανία, τίθεται ασφαλώς ζήτημα κράτους δικαίου, στο όνομα του οποίου στηρίζεται, θεωρητικά, η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου. Φαίνεται ότι επικράτησαν εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου οι απόψεις περί συσπείρωσης του «εθνικού ακροατηρίου» και συμβολισμού με «δεξιά χαρακτηριστικά», ως αντίβαρου στα πολλά «ανοίγματα στην Κεντροαριστερά» που καταλογίζονται στον Πρωθυπουργό. Ομως, ειδικά στις ευρωεκλογές, πρόκειται για διπλά άστοχη, στα όρια της επικινδυνότητας, κίνηση: η γραμμή ανάμεσα στο «εθνικό» και στο «εθνικιστικό» είναι πολύ λεπτή, ο συναισθηματικός εκβιασμός που ασκείται στο κομματικό ακροατήριο και στη διεθνή κοινότητα δεν φέρνει τίποτα καλό για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, ενώ το συγκεκριμένο πρόσωπο για λόγους αντικειμενικούς (το αν θα πάει στο Ευρωκοινοβούλιο εξαρτάται από την Αλβανία) και υποκειμενικούς (σχέση του με τα ευρωπαϊκά πράγματα) δεν είναι σε θέση να προσφέρει, αν εκλεγεί. Ο ευρωπαϊσμός του Πρωθυπουργού κρίνεται (και) έτσι –αλλά αντανακλά σε ολόκληρη τη χώρα μας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος