Το βλέπουμε, ως κάτι το απόλυτα δεδομένο και ευρέως διαδεδομένο, στις σειρές εποχής που τόσο μας αρέσει να παρακολουθούμε στην τηλεόραση – όχι και πολύ παλιάς εποχής, ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1960. Ανδρες και γυναίκες, όχι μόνο από περιοχές της λεγόμενης «βαθιάς Ελλάδας», μακριά δηλαδή από αστικά κέντρα, που δεν ξέρουν να γράφουν και να διαβάζουν. Που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με ξενιτεμένους συγγενείς τους αν και μιλάμε για τα χρόνια του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος. Που ψάχνουν να βρουν κάποιον στη γειτονιά για να διαβάσει το «γράμμα από τη Γερμανία» ή να γράψει στον συγγενή. Που κοιτάνε εκστατικοί ένα ανοιχτό βιβλίο όπου μπορούν να καταλάβουν μόνο τις φωτογραφίες και τις ζωγραφιές. Και που «υπογράφουν» με σταυρό.

Η υποχρεωτική εκπαίδευση μετά τα έξι χρόνια ήταν, υποτίθεται, υποχρεωτική από την εποχή του Οθωνα αλλά έμεινε στο «υποτίθεται». Ετσι, στην απογραφή του 1928 – ούτε καν έναν αιώνα πριν δηλαδή – δύο στους πέντε Ελληνες άνω των οκτώ ετών ήταν αναλφάβητοι. Από αυτούς το 24% ήταν άνδρες και το 58% γυναίκες. Και επειδή αυτά τα ποσοστά αντιστοιχούν σε μέσους όρους, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι γινόταν στις απομακρυσμένες και ορεινές περιοχές ή στα μικρά και «αποκλεισμένα» νησιά μας. Και για να το πω με απλά λόγια, πριν από εκατό χρόνια η στοιχειώδης εκπαίδευση, κάτι δηλαδή που, αν μη τι άλλο θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα γραφής και ανάγνωσης, θεωρούνταν, στη χώρα μας, πολυτέλεια.

Αυτήν την κατάσταση αποφάσισε να διορθώσει η κυβέρνηση Βενιζέλου που προέκυψε από τη νίκη των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1928. Η μεταρρύθμιση άρχισε με υπουργό Παιδείας τον Κωνσταντίνο Γόντικα και συνεχίστηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Χρειάστηκαν πολλά νομοσχέδια για να βάλουν κάποια τάξη στο χάος που επικρατούσε στην παιδεία με βασικούς άξονες την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της τότε κοινωνίας, την υιοθέτηση μιας πιο κατανοητής γλώσσας, την ανέγερση νέων σχολικών κτιρίων. Μια σπουδαία προσπάθεια που δεν καρποφόρησε επαρκώς. Μιλάμε για πάμπτωχους κατοίκους, για μία χώρα με υποτυπώδες οδικό δίκτυο και για μία περίοδο μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων και κοινωνικών αποκλεισμών.

Το 1960, η Ελλάδα έμπαινε στη δεύτερη, μετά τον Εμφύλιο, δεκαετία, μία εποχή ανασυγκρότησης. Το «υποτίθεται» όμως της υποχρεωτικής παιδείας παρέμενε. Ετσι, στην απογραφή του 1961, περισσότεροι από ένας στους τρεις άνδρες και μία στις δύο γυναίκες «δεν ετελείωσαν το δημοτικό» με συνηθέστερο λόγο ότι «τα παιδιά έπρεπε να βοηθήσουν στα χωράφια». Επίσης 250.000 άνδρες ήταν εντελώς αγράμματοι ενώ, αντίστοιχα, οι αγράμματες γυναίκες έφταναν τις 970.000 που σημαίνει περισσότερες από μία στις τέσσερις.

Η μεταρρύθμιση του 1964

Σαν σήμερα, στις 11 Απριλίου 1964, και πάλι ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο πολιτικός που μερίμνησε όσο κανείς άλλος, τον 20ό αιώνα, για την εκπαίδευση) ως πρωθυπουργός πλέον αλλά και υπουργός Παιδείας κατέθεσε το περίφημο νομοσχέδιο που συνέταξε με τη συνδρομή του σπουδαίου εκπαιδευτικού και φιλόσοφου Ευάγγελου Παπανούτσου. Αυτό που καθιέρωσε τη δωρεάν εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες, επέβαλε την υποχρεωτική φοίτηση των παιδιών από τα έξι έως τα δεκαπέντε τους χρόνια (χωρίς «υποτίθεται» αυτήν τη φορά) και επέβαλε τη δημοτική γλώσσα με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση του αναλφαβητισμού. Και που, κατά τη γνώμη μου, είναι μία από τις σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις στη σύγχρονη Ελλάδα.

Αναλφαβητισμός και ανέχεια – τόσο κρατική όσο και οικογενειακή – πάνε μαζί. Τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο όχι μόνο διότι έπρεπε να δουλέψουν αλλά και επειδή δεν υπήρχαν σχολεία, δεν υπήρχαν υποδομές ούτε βιβλία ούτε άλλου είδους υλικό. Ολοι έχουμε χαζέψει τις ασπρόμαυρες ή επιχρωματισμένες φωτογραφίες με τους ρακένδυτους μαθητές και μαθήτριες του Δημοτικού να στοιβάζονται τέσσερις τέσσερις σε θρανία για δύο (επειδή δεν υπήρχαν θρανία) και να μοιράζονται ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο (επειδή δεν υπήρχαν βιβλία). Ολα αυτά ήρθε να διορθώσει το νομοσχέδιο του 1964 που εφαρμόστηκε προοδευτικά και κατά γεωγραφικά διαμερίσματα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες σε εξοπλισμό και προσωπικό.

Από τα υψηλά ποσοστά του αναλφαβητισμού έως το σύγχρονο πρόβλημα της παραβατικότητας των μαθητών έχουν μεσολαβήσει εξήντα χρόνια. Που τι είναι; Ενα βλεφάρισμα της Ιστορίας.