Οι αντιδράσεις και τα σχόλια στη συνέντευξη που έδωσε ο Νίκος Καρβέλας στη Νίκη Λυμπεράκη και στο Mega, συγκρότησαν αυτό που λέμε «επικό viral». Με απολύτως κοινή συνισταμένη. Οι πάντες χειροκρότησαν τη δημοσιογράφο για τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ακατάληπτο του συνεντευξιαζόμενου, τη στωικότητα και το υπαινικτικό χιούμορ που επιστράτευσε προκειμένου να αντιμετωπίσει την αμετροεπή του αγένεια, τη διακριτικότητα με την οποία «απάντησε» στον προκλητικό του λόγο (εγώ να της δώσω επιπλέον συγχαρητήρια για την αντοχή της στην εικόνα που είχε απέναντί της για πάνω από μιάμιση ώρα). Υπήρξαν και κάποιοι που υποστήριξαν ότι δεν θα έπρεπε ο Καρβέλας να προσκαλείται σε τηλεοπτικές εκπομπές αλλά σε αυτούς έχω να πω ότι είναι δημοσιογραφική επιτυχία να σου μιλήσει ένας άνθρωπος που δεν δίνει συνεντεύξεις ενώ, από την άλλη, έτσι εκτίθεται και αποκαλύπτεται στο κοινό που τον αξιολογεί.

Στη συνέντευξη του Καρβέλα ωστόσο, ανακάλυψα στοιχεία του μέσου Ελληνα ή, για να είμαι πιο συγκεκριμένη, του μέσου χρήστη των σόσιαλ μίντια. Και πρώτα απ’ όλα, την πρόκληση για την πρόκληση – κάτι που δεν ευδοκιμεί μόνο στο Διαδίκτυο αλλά, γενικά, στον δημόσιο βίο. Είναι πολλά χρόνια που η πρόκληση θεωρείται μαγκιά. Ειδικά στον λόγο πολιτικών ή πολιτικολογούντων συγκεκριμένων ιδεολογικών χώρων. Οι «βροντερές» λέξεις, τα υπερβολικά λεκτικά (αδειανά ωστόσο από νοήματα) σχήματα, τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», η ωμή αγένεια που πλασάρεται ως αυθορμητισμός, ο απόλυτος κιτρινισμός που θέλουν να εκλαμβάνεται ως έκφραση άποψης, η εξοργιστική αυτοαναφορικότητα δεν είναι αποκλειστικά και μόνο χαρακτηριστικά του όποιου Καρβέλα.

Είναι αυτό που «πουλάει» εδώ και πολλά χρόνια και θα εξακολουθεί να πουλάει έως ότου το «φρούτο» να ξεφλουδιστεί εντελώς και να αντιληφθούν κάποια ακροατήρια ότι δεν υπάρχει υπόνοια πυρήνα. Εβλεπα τον Καρβέλα και είχα την αίσθηση ότι άκουγα, με αλλοιωμένη φωνή, πολλές και πολλούς που έχουν περάσει από τη Βουλή, από πολιτικές ή δημόσιου ενδιαφέροντος θέσεις, από τα «ρεζερβέ» της δημοσιότητας ή της δημοφιλίας των σόσιαλ.

Υστερα είναι η λεγόμενη «ξερολία». Το πλασάρισμα της μη επεξεργασμένης πληροφορίας ως κεκτημένη γνώση. Το να διαβάζω τον τίτλο και να θεωρώ ότι ξέρω ολόκληρο το κείμενο. Η ερμηνεία γεγονότων και, προπάντων, σπουδαίων ρήσεων σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη η οποία απέχει παρασάγγας από την αρχική πηγή. Ειδικά όταν ακούω αναφορές ή τάχα μου εμπνεύσεις από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία (αυτό που έκανε, με τον δικό του τρόπο ο Καρβέλας) με πιάνει εκείνο το «πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μού φέρνει τρόμο».

Κάτσε ρε φίλε που διάβασες μια φορά – μη σου πω και με πλάγια ανάγνωση – τον Πλάτωνα και νομίζεις όχι μόνο ότι τον εμπέδωσες αλλά και ότι μπορείς να τον αναπαράγεις. Αυτά τα κάνουμε με τον Κοέλιο. Τον Πλάτωνα για να τον καταλάβεις δεν σου φτάνει όχι μόνο μια σπουδή αλλά, ίσως, ούτε μια ζωή. Εδώ ένας φίλος, πραγματικά διανοούμενος, χρειάστηκε πάνω από τριάντα χρόνια για να αποκωδικοποιήσει τη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη. Τι να κάνουμε; Δεν είναι όλα τα κείμενα για όλους. Και μπορεί να ακούγεται ελιτίστικο, αλλά κάποια είναι για ελάχιστους. Ας τα αφήσουμε λοιπόν στα μεγέθη τους και ας μην προσπαθούμε να τα κοπτοράψουμε στα δικά μας μέτρα.

Για να γυρίσω όμως εκεί απ’ όπου άρχισα, με όλο αυτό το περί Καρβέλα viral, συνειδητοποίησα, για άλλη μια φορά, πόσο μας ταράζει το να βλέπουμε στον καθρέφτη θραύσματα του εαυτού μας. Εστω και μασκαρεμένα.

Περί φεστιβάλ

Διαβάζω το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Πειραιώς. Δεν είμαι ειδικός, για τις παραστάσεις θα μιλήσουν οι αρμόδιοι όταν τις δουν (δεν καταλαβαίνω, σε κάποιες περιπτώσεις, τον ενθουσιασμό εκ των προτέρων αλλά τέλος πάντων). Στάθηκα όμως για λίγο στον λόγο, κατά την παρουσίαση του προγράμματος, της καλλιτεχνικής διευθύντριας του φεστιβάλ, Κατερίνας Ευαγγελάτου. Που ανέφερε ότι οι παραστάσεις θέτουν στο επίκεντρο το αίτημα για δημοκρατία, δικαιοσύνη και συμπερίληψη. Συγγνώμη, αλλά η Τέχνη δεν είναι, από τη φύση της, συμπεριληπτική; Η έννοια της δικαιοσύνης δεν μπαίνει, ούτως ή άλλως, στο «ζύγι» ενός δραματοποιημένου κειμένου; Εγώ έτσι το ήξερα, άλλαξε; Πότε;