H laïcité («εκκοσμίκευση», «κοσμικότητα») είναι η συνταγματική αρχή της ανεξιθρησκίας στη Γαλλία. Το γαλλικό Σύνταγμα διαχωρίζει την κοινωνία των πολιτών από τη θρησκευτική κοινότητα: εμποδίζει τη ανάμειξη της Εκκλησίας στις κυβερνητικές υποθέσεις και δεν αναγνωρίζει καμιά πίστη ως επίσημο θρήσκευμα της χώρας. Ταυτοχρόνως, απαγορεύει την ανάμειξη της κυβέρνησης στις θρησκευτικές υποθέσεις, την κυβερνητική επιρροή στον καθορισμό του θρησκεύματος των πολιτών και εξασφαλίζει το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης όλων των θρησκειών υπό τον όρον της νομιμότητας. (Απαγορεύονται, προφανώς, θρησκείες-cults που ωθούν τους πιστούς σε παράνομες ή βάρβαρες πράξεις, αυτοκτονίες, ανθρωποθυσίες κτλ.) Η laïcité περιγράφεται συνοπτικά ως η κατάσταση όπου τα κυβερνητικά και πολιτικά ζητήματα διατηρούνται χωριστά από τις θρησκευτικές οργανώσεις και όπου τα θρησκευτικά ζητήματα –εφόσον δεν έχουν αξιοσημείωτες κοινωνικές συνέπειες– διατηρούνται χωριστά από την πολιτική ζωή. Έτσι προστατεύεται το κυβερνητικό έργο από παρεμβάσεις θρησκευτικών θεσμών και οι θρησκευτικοί θεσμοί από πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Η γαλλική κοσμικότητα έχει μακρά ιστορία: οι στοχαστές του Διαφωτισμού προώθησαν τον ορθολογισμό έναντι της μαγικής και θρησκευτικής σκέψης, και οι επαναστάτες του 1789 ανέτρεψαν βιαίως το Παλαιό Καθεστώς στο οποίο ήταν ενσωματωμένη η Καθολική Εκκλησία με όλο της το μεγαλείο και όλες της τις αμαρτίες. Η κοσμικότητα υπήρξε συστατικό τόσο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας όσο και της Τρίτης Δημοκρατίας. Στη συνέχεια, η γαλλική πολιτική βασίστηκε στον νόμο του 1905 για τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος τον οποίον εισήγαγαν στην Εθνοσυνέλευση τέσσερις μεγάλοι άνδρες της γαλλικής αριστεράς από τρία διαφορετικά κόμματα –την ίδια εποχή, κατατέθηκε νομοσχέδιο για την κατάργηση της θανατικής ποινής, αλλά απορρίφθηκε από το σώμα (για να γίνει νόμος του κράτους μόλις το 1981). Αναφέρω το περί κατάργησης της θανατικής ποινής διότι μαζί με τη laïcité υπήρξε μέρος του νεωτερικού εκδημοκρατισμού.

Η laïcité βασίζεται στη διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής σφαίρας, στην οποία εντάσσεται η θρησκεία, και της δημόσιας σφαίρας όπου κάθε άτομο εμφανίζεται ως απλός πολίτης ίσος με τους άλλους, χωρίς εθνοτική, θρησκευτική, ή άλλη ιδιαιτερότητα. Δεν συνεπάγεται απαραιτήτως εχθρότητα έναντι της θρησκείας: η ουσία της είναι ο σεβασμός της ελευθερίας της σκέψης και η ανεκτικότητα. Αλλά, αν και οι υποστηρικτές της προσθέτουν ότι διαφέρει από τον αντικληρικαλισμό, που αντιτίθεται αγωνιστικά στην επιρροή της θρησκείας και του κλήρου, η laïcité προέρχεται όντως από το κίνημα του αντικληρικαλισμού.

Έτσι κι αλλιώς, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του κόσμου, η θρησκευτική και εκκλησιαστική παράδοση της Γαλλίας δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί, ούτε να εξισωθεί στις συνειδήσεις με άλλες μειονοτικές θρησκείες. Η προσπάθεια σεβασμού όλων των θρησκειών στο πλαίσιο της laïcité καταλήγει σε μπέρδεμα: με την πάροδο του χρόνου, αντί να αποθαρρύνεται η θρησκεία, εγείρονται όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις σεβασμού όλων των θρησκειών με αποτέλεσμα η θρησκεία, ως διακύβευμα πλουραλισμού, να μετατοπίζεται στο κέντρο της πολιτικής ζωής αντί να παραμερίζεται στο περιθώριο. Στο μεταξύ, οι σχετικές πολιτικές αποφάσεις διαδέχονται η μία την άλλη προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις: π.χ. εκείνη που επιτρέπει στους μαθητές μειονοτικών θρησκειών να λείπουν από το σχολείο τις ημέρες των αργιών της θρησκείας τους, ή εκείνη που επιβάλλει στις σχολικές καντίνες να λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς διατροφικούς περιορισμούς όλων των θρησκειών. Η κοσμικότητα δεν έχει απαλλάξει τη Γαλλία από το να ασχολείται με τη θρησκεία.

Ωστόσο, παρά τις επιπλοκές που εμφανίζονται εξαιτίας της αυξανόμενης εθνοθρησκευτικής πολυμορφίας, ο ρεπουμπλικανισμός –η αβασίλευτη δημοκρατία– συμβαδίζει, αναπόφευκτα, με την εκκοσμίκευση και είναι αδιανόητος χωρίς την κοσμική παιδεία. Η γαλλική laïcité βασίστηκε στο «λαϊκό» σχολείο: στην αποδέσμευση των δημόσιων ιδρυμάτων από την επιρροή της Εκκλησίας. Αυτή η διαδικασία, που χρονολογείται από το 1882-1886 όταν «η ηθική και αστική διδασκαλία» αντικατέστησε τη διδασκαλία των θρησκευτικών ηθών (νόμοι Jules Ferry, νόμος Goblet), αποτέλεσε θεμελιώδες στοιχείο της νεωτερικότητας –μιας ιστορικής φάσης που διαφέρει από τις προηγούμενες μεταξύ άλλων στο ότι η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία εμπνέονται από ηθικές αξίες και όχι από θρησκευτικά δόγματα και προκαταλήψεις. Εξυπακούεται ότι τα δόγματα και οι προκαταλήψεις συνέχισαν να επηρεάζουν τις μάζες για κάμποσες γενιές. Από την άλλη πλευρά, τα Συντάγματα του 1946 και του 1958 υπήρξαν ορόσημα που ευνόησαν τη νεωτερικότητα: η Γαλλία χαρακτηρίστηκε ήδη από το πρώτο άρθρο του Συντάγματος «αδιαίρετη Δημοκρατία, κοσμική (laïque) και κοινωνική»· όλα τα θρησκευτικά ιδρύματα –Καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες, παρεκκλήσια, εβραϊκές συναγωγές– (για τα τζαμιά επικρατούσε σιωπή) περιήλθαν στην ιδιοκτησία των δημοτικών συμβουλίων.

Τι σημαίνει η laïcité στην πράξη: η κυβέρνηση απαγορεύεται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε θρησκεία αλλά βεβαίως «αναγνωρίζει» ποικίλους θρησκευτικούς θεσμούς οι οποίοι λειτουργούν εντός των ορίων του νόμου και αμείβουν τους κληρικούς τους με δικούς τους πόρους. Οι πολιτικοί ηγέτες δεν ασκούν δημοσίως καμιά θρησκεία και δεν επιτρέπεται να βασίζουν τα πολιτικά τους επιχειρήματα σε θρησκευτικές πεποιθήσεις ή να επικαλούνται τον Παντοδύναμο. Προτείνεται διακριτικότητα εκ μέρους του πολίτη στην άσκηση της πίστης του: σήμερα, σ’ αυτό διαφωνεί το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων (περίπου το 15% του γενικού πληθυσμού). Ως εκ τούτου, η laïcité έχει πυροδοτήσει διαμάχη γύρω από την επίδειξη θρησκευτικών συμβόλων (χιτζάμπ, τουρμπάνι των Σιχ, σταυροί, εβραϊκά αστέρια του Δαβίδ, κιπά) στο σχολείο και στον δημόσιο χώρο. Παρά την πίεση του Ισλάμ στη Γαλλία, η οποία αποκαλύπτει τις εγγενείς αδυναμίες του προγράμματος της εκκοσμίκευσης, η laïcité σημείωσε σημαντικές επιτυχίες: ώθησε την Καθολική Εκκλησία σε μεταρρυθμίσεις, ενθάρρυνε τον ορθολογισμό στην πολιτική, απελευθέρωσε τα ήθη, δημιούργησε υψηλό επίπεδο ανεκτικότητας, απήλλαξε το κράτος από δαπάνες σχετικές με τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Τούτου λεχθέντος, η Γαλλία δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει τις χριστιανικές της ρίζες, ούτε να εξισώνει, με την πρόφαση της ανεξιθρησκίας, την μπούρκα με το περιδέραιο-σταυρό ή με το εβραϊκό σκουφάκι –διότι, απλούστατα, δεν είναι το ίδιο. [Στο επόμενο η προτεινόμενη ελληνική προοπτική.]