Αν και η φράση αποδίδεται στον Γιώργο Κατσιφάρα, σύμφωνα με τον εξ απορρήτων του Ανδρέα Παπανδρέου Μιχάλη Ζιάγκα, άλλος ήταν ο «νονός» της. Πρόκειται για το περίφημο «Αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν θα μας ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας». Διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1978, στον γάμο του ιδρυτικού μέλους του κινήματος Μάκη Παπασταύρου, σε μια εποχή που στο ΠΑΣΟΚ υπήρχαν εσωτερικές διαμάχες και οι σχετικές συζητήσεις δεν έλειψαν ούτε από το γαμήλιο γλέντι. Τότε ο Αντώνης Δροσογιάννης – εκ των σκληροπυρηνικών προεδρικών – είπε στους διαφωνούντες τα περί θυρωρών. Και ο Κατσιφάρας, μεγάλος μαέστρος της ατάκας, την έπιασε στον αέρα και την έκανε δικό του trade mark. Η φράση είχε περάσει στην Ιστορία έως τον περασμένο Μάιο, οπότε, ύστερα από την κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, την επανέλαβε ο Κώστας Ζαχαριάδης αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα. Και, ίσως, είναι ό,τι πιο σωστό έχει πει στην πολιτική του καριέρα.

Οι πολιτικές αρετές του Αλέξη Τσίπρα, σε κανονικές συνθήκες, το πολύ πολύ, κατά τη γνώμη μου, να τον έφταναν έως μια θέση υπουργού από αυτούς που κάνουν περισσότερο θόρυβο παρά έργο. Το ταλέντο του στην επικοινωνία ωστόσο ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει. Χάρη σε αυτό στόχευσε διάνα στο θυμικό των ψηφοφόρων σε μια εποχή που, λόγω Μνημονίων, ήταν σε ανάφλεξη. Λαΐκισε, κορόιδεψε, έκανε κωλοτούμπες, παραπλάνησε, έσπειρε τοξικότητα, πέταξε λάσπη από τον ανεμιστήρα εναντίον των αντιπάλων του, τσογλανοποίησε – όπως έχει πει ο Ευάγγελος Βενιζέλος – την πολιτική ζωή, συνεργάστηκε με την Ακροδεξιά, παραλίγο να ρίξει τη χώρα στα βράχια της απομόνωσης. Σε άλλες εποχές θα ήταν πιο γραφικός και από τον Πολάκη. Στη ρωγμή του χρόνου και της κανονικότητας που έσκασε μπροστά του, όμως, οδήγησε στην εξουσία ένα διακοσμητικό έως τότε κόμμα. Και ανέσυρε από το πουθενά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μια στρατιά ας πούμε στελεχών που παριστάνουν, από τότε, τους πολιτικούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Του Κασσελάκη συμπεριλαμβανομένου.

Σήμερα (και ειδικά μετά την παρέμβασή του πριν από το συνέδριο – παρωδία του ΣΥΡΙΖΑ) βλέπω τους περισσότερους από αυτούς, από ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά, να του κουνάνε το δάχτυλο. Οτι δεν έκανε αυτοκριτική για την ήττα, ότι φταίει για την κατρακύλα των ποσοστών. Των ποσοστών που ο ίδιος έφτασε από το 3% στο 36% και που όλοι μαζί καταβαράθρωσαν αφού όλοι μαζί κυβέρνησαν. Το λένε αυτοί που, αν δεν ήταν ο Τσίπρας, δεν ξέρω αν θα τους ήξερε ο θυρωρός τους αφού δεν υπάρχουν πια θυρωροί, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, θα δίδασκαν ξεχασμένοι σε κάποιο πανεπιστήμιο. Ισως, τελικά, το μεγαλύτερο μειονέκτημα του πρώην αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ο άκρατος λαϊκισμός του αλλά το ότι διάλεξε συνεργάτες πιο «κοντούς» και από το δικό του χαμηλό πολιτικό ανάστημα.

Σε μια παρωδία του σαιξπηρικού δράματος, ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να ήταν ένας βασιλιάς Ληρ που (σε ελεύθερη μετάφραση) λέει στους αντιπάλους του: «Εγώ, τουλάχιστον, είχα από κάπου να πέσω. Εσείς από πού θα πέσετε;». Είπαμε όμως, σε παρωδία. Οπως και μόνο σε παρωδία θα μπορούσαν να μπουν πλάι πλάι αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Τσίπρα.