Υπάρχουν περισσότερα από 390.000 αναγνωρισμένα είδη φυτών στον κόσμο, αλλά μόνο τρία – ρύζι, καλαμπόκι και σιτάρι – αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των θερμίδων από φυτά στη διατροφή μας. Η κυριαρχία αυτών των τριών κόκκων είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μεγάλων τεχνολογικών ανακαλύψεων, ιδιαίτερα της ανάπτυξης ποικιλιών υψηλής απόδοσης (HYV) ρυζιού και σιταριού κατά την πράσινη επανάσταση της δεκαετίας του 1960.

Ομως παρ’ όλο που η ενίσχυση της διατροφής ήταν ο πρωταρχικός στόχος της καλλιέργειας αυτών των σιτηρών, η έμφαση στην αύξηση των αποδόσεων έχει υπονομεύσει σημαντικά τη θρεπτική τους αξία. Συγκεκριμένα, τα επίπεδα ζωτικών θρεπτικών συστατικών στο ρύζι και το σιτάρι, τα δύο πιο σημαντικά τρόφιμα της Ινδίας για παράδειγμα, έχουν μειωθεί σημαντικά. Ακόμη χειρότερα, τα επίπεδα αρσενικού στο ρύζι αυξήθηκαν σημαντικά.

Αυτά τα ευρήματα έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στην υγεία για όσους καταναλώνουν τα συγκεκριμένα δημητριακά. Η αυξημένη κατανάλωση βασικών προϊόντων όπως το ρύζι και το σιτάρι – ο στόχος της πράσινης επανάστασης – θα μπορούσε να καταλήξει να επιδεινώσει το ήδη σημαντικό φορτίο ασθενειών της Ινδίας.

Αυτό ισχύει επίσης για πολλές άλλες χώρες που έχουν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στα HYV για την ενίσχυση των αποδόσεων και την αύξηση της παραγωγής βασικών καλλιεργειών. Για παράδειγμα, η πρόσφατα μετονομασμένη Συμμαχία για μια Πράσινη Επανάσταση στην Αφρική συνεχίζει να υποστηρίζει ένα ξεπερασμένο βιομηχανικό μοντέλο γεωργίας που δεν έχει αποφέρει τα αναμενόμενα διατροφικά οφέλη.

Οπως έχω υποστηρίξει προηγουμένως, η διατροφή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως προς τη συνολική κατανάλωση θερμίδων με βάση τη μονοκαλλιέργεια. Ενώ η ανώτερη διατροφική αξία μιας ποικιλόμορφης δίαιτας είναι πλέον ευρέως αναγνωρισμένη, η επίτευξή της απαιτεί όχι μόνο τεχνολογική καινοτομία αλλά και αλλαγή εστίασης προς την καλλιέργεια μιας ποικιλίας καλλιεργειών που ταιριάζουν καλύτερα στο τοπικό περιβάλλον και κλίμα.

Η εμπειρία της Ινδίας παρέχει προειδοποίηση για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στην Ινδία και αλλού γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η υιοθέτηση αγροοικολογικών πρακτικών που βασίζονται στη μικροκαλλιέργεια είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την ανάπτυξη συστημάτων τροφίμων που είναι τόσο βιώσιμα όσο και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Αλλά αυτό απαιτεί απομάκρυνση από τη ληστρική εμπορευματοποίηση της γεωργίας, η οποία εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων, προς ένα μοντέλο που ωφελεί τους πραγματικούς παραγωγούς και καταναλωτές τροφίμων.

Η Τζαϊάτι Γκος είναι καθηγήτρια Οικονομικών στοUniversity of Massachusetts Amherst και μέλος τουTransformational Economics Commission του Club of Rome