Κάθε νέα κυκλοφορία του πατριάρχη του νεοπολάρ Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ στη χώρα μας μοιάζει με ευκαιρία να ανοίξεις ένα εκλεκτό παλαιωμένο κρασί που κρατάς ευλαβικά στην προσωπική σου κάβα και να καλέσεις αγαπημένους φίλους να το απολαύσεις με μια ποικιλία γαλλικών τυριών, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Αυτό ισχύει και για το «Τι τρέλα, τι παλάτια!» (εκδ. Αγρα, σελίδες 240, σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου, με εξαιρετική εισαγωγή του Τζέιμς Σάλις).

Η ιστορία ξεκινάει όταν ο πάμπλουτος επιχειρηματίας και επιδεικτικά φιλάνθρωπος Μισέλ Χάρτογκ προσλαμβάνει τη νεαρή Ζιλί για να φροντίζει τον ανιψιό του Πέτερ. Ο Χάρτογκ έχει κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του αδελφού, που σκοτώθηκε σε κάποιο ατύχημα. Η Ζιλί μόλις έχει πάρει εξιτήριο από το ψυχιατρικό άσυλο όπου νοσηλευόταν. Οσο για τον Πέτερ, είναι ένα προβληματικό, κακομαθημένο παιδί.

Ο Χάρτογκ όμως παράλληλα προσλαμβάνει έναν πληρωμένο δολοφόνο, τον Τόμσον, και του αναθέτει να σκοτώσει τον μικρό ανιψιό του και τη Ζιλί. Ο Τόμσον με τους συνεργάτες του αδελφούς Κοκό και Τζουτζούκο οργανώνει αρχικά την απαγωγή της Ζιλί και του μικρού Πέτερ. Το σχέδιό του όμως οδηγείται στην αποτυχία, καθώς όταν αποφασίζουν να προχωρήσουν στη δολοφονία τους, η Ζιλί κατορθώνει να σκοτώσει αυτή τον έναν από τους συνεργάτες του Τόμσον, να πάρει μαζί της τον Πέτερ και να εξαφανιστεί..

Στη συνέχεια ακολουθεί ένα τρελό, παρανοϊκό κυνηγητό. Η Ζιλί με τον Πέτερ προσπαθούν να κρυφτούν από τους διώκτες τους και τους αστυνομικούς, που τη θεωρούν ως την απαγωγέα του μικρού παιδιού. Ο σκοπός τους είναι να καταφέρουν να φτάσουν στον μαυριτανικό πύργο, ένα εντελώς ιδιόμορφο κτίσμα, έργο της υποτιθέμενης αρχιτεκτονικής ευφυΐας του Μισέλ Χάρτογκ. Εκεί, όπως πιστεύει η Ζιλί, θα μπορούν να αισθανθούν ασφαλείς.

Οταν η Ζιλί φτάνει τραυματισμένη με τον μικρό στον πύργο, βρίσκουν μόνο τον Φουέντες, τον παλιό στενό φίλο και συνεργάτη του Χάρτογκ που ζει εκεί απομονωμένος. Από όσα τους λέει ο Φουέντες, φαίνεται να καταρρέει όλο το αφήγημα του Χάρτογκ. Η Ζιλί συνειδητοποιεί ότι πρέπει να συνταχθεί με τον Φουέντες για να αντιμετωπίσει το παραληρηματικό δολοφονικό μένος του Χάρτογκ…

Και το τέλος που θα ακολουθήσει είναι εκρηκτικό, μεγαλειώδες και φαντασμαγορικό, έτσι όπως ακριβώς αναμένουμε από ένα έργο του μέγιστου Μανσέτ… Ενα έργο που γράφτηκε το 1972 και του απέφερε το French Grand Prix για την αστυνομική λογοτεχνία το 1973. Και που θεωρώ ότι αποτελεί προάγγελο του εξαιρετικού, καταιγιστικού και σουρεαλιστικού σχεδόν μυθιστορήματος «Νεκροτομείο πλήρες».

Η υπόθεση του μυθιστορήματος είναι μεγαλοφυώς απλή. Λιτή και ταυτόχρονα απολαυστικά μεγαλειώδης. Οι απλές πράξεις απλών φαινομενικά χαρακτήρων ξαφνικά απογειώνονται και αποκτούν τρομακτικές διαστάσεις. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες, δουλεμένοι σκληρά μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, κρύβουν κάτω από την επιφάνεια τα χαρακτηριστικά ενός ψυχικά διαταραγμένου εγκεφάλου. Από τον φιλάνθρωπο Χάρτογκ και τον ψυχοπαθή δολοφόνο Τόμσον μέχρι την κεντρική ηρωίδα, την ασταθή Ζιλί, που ακολουθεί τυφλά το ένστικτό της ενάντια σε καθετί που φαίνεται «φυσιολογικό» στην καπιταλιστική κοινωνία. Κι αν οι δύο πρώτοι έχουν ξεκάθαρους στόχους, η Ζιλί παλεύει να βρει την εσωτερική γαλήνη και τη λύτρωση στον συμβολικό μαυριτανικό πύργο, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οι διώκτες της είναι ακόμα πιο τρελοί από όσο υποτίθεται ότι είναι η ίδια.

Οι κλασικοί εκτός νόμου χαρακτήρες, πιστοί σύντροφοι του συγγραφέα, μοιάζουν εντελώς αταίριαστοι λίθοι στους τοίχους της κοινωνίας, οι οποίοι είναι έτοιμοι να γκρεμιστούν με το πρώτο απρόσμενο χτύπημα (από την εισαγωγή του Τζέιμς Σάλις). Οι γελοιωδώς κακοί ήρωες κινούνται σχεδόν φυσιολογικά στο πλαίσιο μιας παρωδίας άχρηστης και υπερβολικής βίας σε ένα τρομακτικό σκηνικό, που φέρνει στο μυαλό ταινίες των αδελφών Κόεν («Φάργκο»), γυρισμένες ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια. Χαρακτηριστική η σκηνή με το μακελειό στο σουπερμάρκετ, με τα πτώματα να στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο, αποτελεί ουσιαστικά το εφαλτήριο για να πάρει η πλοκή έναν φρενήρη ρυθμό, που κρύβει ωστόσο το εκτυφλωτικό μένος και την καυστική κριτική κατά της απληστίας και του κατεστημένου.

Η βαθιά αριστερίστικη χαρακτηριστική στάση του Μανσέτ, ελκυστική για τους ευρωπαίους αναγνώστες αλλά μάλλον προβληματική για τους Αμερικανούς, πηγάζει από την επίδραση του κινήματος των situasionists και τον Guy Debord, που υποστήριζαν «ότι η απόκτηση, ανταλλαγή και κατανάλωση αγαθών είχαν υποκαταστήσει βίαια την άμεση εμπειρία, δημιουργώντας ένα είδος ζωής δι’ αντιπροσώπου». Και η απάντηση θα ήταν «ότι η απελευθέρωση μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας στιγμών που θα ξυπνούσαν και πάλι τις αυθεντικές επιθυμίες, την αίσθηση της περιπέτειας και την αποδέσμευση από την καθημερινότητα».

Οσο για το ύφος του Μανσέτ, τι να πεις… Ενας συγγραφέας τον οποίο ο Τζέιμς Ελρόι περιγράφει ως «λαμπρό αφηγητή, στρατευμένο αριστερό, προβοκάτορα, άσωτο, αμφισβητία, εχθρό της Πέμπτης Δημοκρατίας και μεγάλη μορφή του γαλλικού νουάρ». Το ανεπανάληπτο, μοναδικό ύφος του Μανσέτ, απλό, λιτό, δωρικό, αριστοτεχνικά σχεδιασμένο σαν ένα τεράστιο παζλ, με τη χρήση ενός απολαυστικού υποδόριου χιούμορ τύπου Τσάντλερ (άλλωστε θεωρούσε τους Τσάντλερ και Χάμετ ιδρυτές του είδους) και γκροτέσκους διαλόγους, γεμάτους υπονοούμενα κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποτελεί υπόδειγμα γραφής, όπου τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει. Κάθε μικρό κομμάτι τοποθετημένο ακριβώς στη θέση που του ανήκει. Μάθημα που πρέπει να διδάσκεται όχι μόνο σε συγγραφείς, αλλά και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής μας ως γνήσια, αυθεντική μορφή υψηλής λογοτεχνίας.

Δανείζομαι τον επίλογο από το εξαιρετικό εισαγωγικό σημείωμα του Τζέιμς Σάλις…

«Στους λόφους του αγροτικού Νότου όπου μεγάλωσα, οι κυνηγοί σκίουρων κάρφωναν τα θύματά τους στα δέντρα, τα έγδερναν με τα μαχαίρια και κάμποση αγριότητα με μια μοναδική κίνηση και άφηναν τα τομάρια τους κρεμασμένα στα δέντρα, σαν αιώνια ενθύμια… Τα βιβλία του Manchette είναι σαν εκείνα τα τομάρια».

Η μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου συντελεί σε μεγάλο βαθμό στην απολαυστική ανάγνωση του κειμένου.