Σημείο καμπής για τις σχέσεις της ΕΕ με το νυν «κακό παιδί» της, την Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν, θα αποτελέσει η έκτακτη σύνοδος κορυφής η οποία διεξάγεται μεθαύριο Πέμπτη, 1η Φεβρουαρίου. Αυτό τουλάχιστον προμηνύει το βαρύ κλίμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τη Βουδαπέστη, καθώς οι 26 (ή, έστω, πολλοί από αυτούς, με τη στήριξη και την ανοχή των υπολοίπων) έχουν εντείνει τις πιέσεις προκειμένου να αρθεί το ουγγρικό βέτο που αφορά το χρηματοδοτικό πακέτο των 50 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία.  Οπως είναι γνωστό, η άρνηση του Ορμπαν οδήγησε σε ναυάγιο την τελευταία σύνοδο του 2023, με τους εταίρους του να του δίνουν ακόμη μία ευκαιρία – πιθανότατα την τελευταία – για να υποχωρήσει.

Σε διαφορετική περίπτωση, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες των «Financial Times», του «Politico» και άλλων Μέσων, τα υπόλοιπα κράτη – μέλη εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσουν ένα «πυρηνικό πλήγμα» εναντίον του – φυσικά σε πολιτικό επίπεδο: να στερήσουν τους Ούγγρους και την κυβέρνησή τους τόσο από την πρόσβαση στα πάσης φύσεως ευρωπαϊκά κονδύλια όσο και από το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπως προβλέπει το Αρθρο 7 των Συνθηκών της ΕΕ – κάτι που θα συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της.

Εχουν φτάσει στα όριά τους

«Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου η Ευρώπη λέει στον Βίκτορ Ορμπαν: Ως εδώ! Είναι καιρός να συνταχθείς μαζί μας! Εσύ μπορεί να κρατάς πιστόλι, όμως εμείς έχουμε μπαζούκα», δήλωσε χαρακτηριστικά στους «FT» ο Μουχτάμπα Ραχμάν, διευθυντής του Eurasia Group, περιγράφοντας την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. «Είναι σαφές πως οι επικεφαλής κυβερνήσεων και κρατών της ΕΕ έχουν φτάσει στα όριά τους με τον Ορμπαν. Είναι καιρός δε να συνειδητοποιήσει πως η απειλή του Αρθρου 7 είναι υπαρκτή», δήλωσε στο «Politico» και ο Στέβεν βαν Χέκε, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Λουβέν της Ολλανδίας.

Συγκεκριμένα, οι «FT» αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός εγγράφου που έχουν επεξεργαστεί αξιωματούχοι της ΕΕ και το οποίο θέτει επί τάπητος τη στέρηση της χρηματοδότησης της Ουγγαρίας από τα ευρωπαϊκά ταμεία. «Σε περίπτωση μη συμφωνίας του την 1η Φεβρουαρίου, άλλοι ηγέτες κρατών και κυβερνήσεων θα δηλώσουν δημοσίως πως, στο φόντο της μη εποικοδομητικής στάσης του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας (…), δεν μπορούν να φανταστούν ότι» θα συνεχίσουν να δίνονται ευρωπαϊκά κονδύλια στη Βουδαπέστη.

Χωρίς αυτά δε, όπως τονίζει το ίδιο έγγραφο, «οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι ευρωπαϊκές και διεθνείς επιχειρήσεις ίσως αρχίσουν να ενδιαφέρονται λιγότερο να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στην Ουγγαρία», κάτι που με τη σειρά του «θα μπορούσε να πυροδοτήσει γρήγορα περαιτέρω αύξηση στο κόστος δανεισμού για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και υποχώρηση της ισοτιμίας του νομίσματος».

Η αλήθεια είναι ότι μετά τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου ένας ευρωπαίος αξιωματούχος επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία του – χωρίς, πάντως, να διαψεύσει την ύπαρξή του. «Πρόκειται για ένα ενημερωτικό σημείωμα που έχει γραφεί από τη γραμματεία του Συμβουλίου με δική της ευθύνη (…) και το οποίο δεν αντανακλά την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις (…) ούτε παρουσιάζει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο», δήλωσε στον «Guardian».

Παρ’ όλα αυτά, η Βουδαπέστη αισθάνεται ήδη την απειλή και, όπως φαίνεται, επιδιώκει να ανοίξει διαύλους και να προετοιμάσει το έδαφος για την υποχώρησή της. Σε αυτό το πλαίσιο και παρά τις επίσημες δηλώσεις ότι «δεν θα καμφθούμε από τις πιέσεις», το περασμένο Σάββατο έστειλε στις Βρυξέλλες νέα πρόταση στην οποία αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να πει «ναι» στα 50 δισ. για την Ουκρανία, εφόσον της δοθούν νέα σημαντικά ανταλλάγματα.

Υπάρχει και Σχέδιο Β

Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Πέτερ Σιτσάρτο πραγματοποίησε χθες επίσκεψη στο Κίεβο, όπου είχε επαφές με τον ομόλογό του Ντμίτρο Κουλέμπα, με αντικείμενο, ανάμεσα στα άλλα, να είναι και η προετοιμασία μιας πιθανής συνάντησης του Ορμπαν με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Υπενθυμίζεται πως η ΕΕ έχει επεξεργαστεί και Σχέδιο Β για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας στην περίπτωση που η Ουγγαρία επιμείνει στο βέτο της. Ωστόσο, θα επιδιώξει να μην το ενεργοποιήσει, καθώς θα απαιτεί έγκριση από όλα τα εθνικά κοινοβούλια – μια διαδικασία που αναμένεται να αποδειχθεί μακρόχρονη και πιο περίπλοκη.