Ηταν προχθές το βράδυ που, παγωμένη από το κρύο, μπήκα χουχουλιάζοντας στο ταξί. Το αυτοκίνητο καθαρό και μοσχομυρωδάτο, το ραδιόφωνο κλειστό, ο ταξιτζής ζήτησε, χωρίς πολλά πολλά, μια διευκρίνιση για τον προορισμό μου, με ρώτησε ποια διαδρομή προτιμούσα, «ωραία», σκέφτηκα, «δεν τον βλέπω με διάθεση για κουβέντα». Αμ δε, κορόιδο πιάστηκα.

Στα τρία λεπτά η ερώτηση με χτύπησε στο δόξα πατρί. «Ο Μπάμπης δάνειζε;». Στην αρχή δεν κατάλαβα, νόμιζα ότι μιλούσε στο κινητό του. Επειδή, όμως, δεν απάντησα, γύρισε το κεφάλι και επανέλαβε την ερώτηση. Ωστόσο πάλι δεν καταλάβαινα. «Ο Μπάμπης;» ρώτησα κι εγώ. «Ο Μπάμπης που σκότωσαν στο Μεσολόγγι». Από εκεί και πέρα, η κουβέντα συνεχίστηκε ακροβατώντας μεταξύ σουρεαλισμού και ονειρικού ρεαλισμού. Κι εγώ, η μαζοχίστρια, δεν έλεγα πολλά, δεν ήθελα να τον διακόψω μήπως και χάσει τον ειρμό του. Πού θα ξανάβρισκα αυτόν τον χειμαρρώδη μονόλογο;

Μέσα σε είκοσι λεπτά (είχε κίνηση εκείνο το βράδυ) και τι δεν άκουσα. Την πλήρη μορφολογία της περιοχής που έγινε το έγκλημα (στην οποία, σημειωτέον, ο ταξιτζής είχε κάνει μια κούρσα πριν από δέκα χρόνια και that’s all), μια ψυχαναλυτική ανατομία του δολοφόνου (τι να μας πει κι ο Φρόιντ), ένα εξονυχιστικό βιογραφικό του θύματος και πολλές ιστορίες για «κυνήγια θησαυρών» ανά την επικράτεια, για σεντούκια με λίρες από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης κρυμμένα σε κοιμητήρια, για θησαυρούς ελλήνων Εβραίων θαμμένους ένα μέτρο κάτω από το έδαφος, για τους οποίους οι ίδιοι, όταν ήταν στο Αουσβιτς, είχαν μιλήσει σε γερμανούς στρατιώτες προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά τους και τώρα έρχονται τα εγγόνια των στρατιωτών για να τους βρουν, αλλά, για ξεκάρφωμα, βάζουν μπροστά ντόπιους. Και καθεμία περίπτωση τη συνέδεε με κάποιο έγκλημα ανά την ελληνική περιφέρεια.

«Θυμάστε το έγκλημα στην Πτολεμαΐδα; Εκείνους που είχαν σκοτώσει επειδή, τάχα, καταπάτησαν ένα χωράφι; Το άλλο με τη διπλή δολοφονία το 2012;». Στην πραγματικότητα, δεν με ρωτούσε. Ηθελε απλά να επιβεβαιωθεί. Την ώρα που μου έδινε τα ρέστα, έβγαλε την ετυμηγορία: «Ολα τα εγκλήματα, κυρία μου, που γίνονται στην επαρχία γίνονται για κρυμμένους θησαυρούς». «Ολα;» τόλμησα να ρωτήσω. «Ολα» απάντησε κάθετα και αδιαπραγμάτευτα. Και καθώς έβγαινα από το ταξί, έριξε και τη χαριστική βολή: «Και οι γυναικοκτονίες για χαμένους θησαυρούς γίνονται. Μαθαίνει η άλλη το μυστικό και τη σκοτώνουν για να μην κελαηδήσει». Δεν μεταδίδω άλλο.

Ο ταξιτζής είναι μόνο μια περίπτωση, ίσως η πιο χαρακτηριστική. Τον τελευταίο καιρό η ειδησεογραφία που αφορά εγκλήματα – και ακόμη περισσότερο η παραφιλολογία που αναπτύσσεται γύρω από αυτά – προκαλεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον από θέματα που θα έπρεπε να μας «καίνε» ως πολίτες. Και όσο το κοινό ενδιαφέρεται τόσο περισσότερο αυτές οι ιστορίες «απλώνουν» στα ΜΜΕ. Ετσι είναι. Αφού ακούμε αναλυτικά μαρτυρίες «συγγενών θυμάτων» και «δικηγόρων κατηγορουμένων», αφού τις αναλύσουμε και τις ξεκοκαλίσουμε, αφού πούμε την αποψάρα μας, σουφρώνουμε τα χείλη και αναρωτιόμαστε, μετά βδελυγμίας, γιατί οι άλλοι (πάντα οι άλλοι) ασχολούνται με αυτά.

Ερασιτέχνες ντετέκτιβ

Ας μην ταραζόμαστε. Δεν είναι ούτε καινούργιο ούτε νοσηρό να μας ενδιαφέρουν τα πραγματικά εγκλήματα. Εδώ παρακολουθούμε φανατικά τα εγκλήματα της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής μυθοπλασίας, δεν θα ασχοληθούμε με αυτά της διπλανής πόρτας; Οι λόγοι είναι πολλοί. Στην πραγματικότητα «σενάρια» (από άποψη πλοκής) είναι κι αυτά, «σκοτεινά παραμύθια» που μας εξοικειώνουν – και μάλιστα με τον πιο ανώδυνο δυνατό τρόπο – με τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, του εαυτού μας συμπεριλαμβανομένου. Κάποιοι ειδικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι όλο αυτό μπορεί να έχει μια βραχυπρόθεσμη μεν, αλλά οπωσδήποτε αγχολυτική επίδραση.

Πολύ περισσότερο όταν μας μεταμορφώνουν σε αυτό που λένε «ντετέκτιβ της πολυθρόνας». Μοιάζει σαν γνωστική πρόκληση που ενεργοποιεί προσωπικές μνήμες και βιώματα, παραδόσεις, στερεότυπα, εμμονές ανάμεσα στις οποίες και η επιλεγόμενη «ξερολία». Ακόμη και οι ακραίες θεωρίες, όπως αυτή του ταξιτζή, δεν εμπίπτουν στην περίπτωση της συνωμοσιολογίας καθώς δεν βάζει ο ίδιος τον εαυτό του στη θέση του θύματος και του εξαπατημένου. Απλώς, το κατά πόσο «μπαίνουμε» προσωπικά σε ένα έγκλημα αποκαλύπτει τα κενά που υπάρχουν στη ζωή μας.