Την ταινία «Poor Things» την είδατε; Και αν την είδατε σας άρεσε ή μήπως είστε τίποτα βλαχαδερά; Γιατί, αν δεν σας άρεσε, τελειωμένες βλαχάρες είστε. Από την άλλη, μπορεί να σας άρεσε ή να μη σας άρεσε και χωρίς να την έχετε δει. Αυτά είναι μικρολεπτομέρειες στο σύμπαν των σόσιαλ μίντια και του μέσου έλληνα χρήστη. Το να έχεις δει την ταινία στην οποία αναφέρεσαι είναι μικρολεπτομέρεια. Ακόμη και για δημοσιογράφους που γράφουν «εγώ την ταινία δεν την έχω δει, αλλά…» και συνεχίζουν «ρίχνοντας άπλετο φως» στη διαδικτυακή διαμάχη περί Λάνθιμου. Χωρίς καν να έχουν γνώση ούτε περί του όνου ούτε περί της σκιάς του. Διότι, αν την είχαν δει, θα είχαν διαπιστώσει ότι, όντως, περί όνου σκιάς η διαμάχη.

Υπό την έννοια ότι η ταινία είναι «ρυθμισμένη εργοστασιακά» για να διχάσει. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ο σκοπός του σκηνοθέτη (αν και δεν πιστεύω ότι ένας πραγματικός καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργήσει με κίνητρο τη μανούρα που θα προκαλέσει στο κοινό, ειδικά ο συγκεκριμένος), πάντως πρόκειται για μια ταινία που κινείται εκτός σεναριακών συμβάσεων και πέρα πάσης σκηνοθετικής προβλεψιμότητας. Από ‘κεί και πέρα οι συμβολισμοί της επαφίενται στις προκαταλήψεις, τα κλισέ, τα απωθημένα και τις ιδεοληψίες του κάθε θεατή. Ετσι συμβαίνει με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Είναι «ανοιχτές» στη φαντασία του κοινού. Κι αυτό τις κάνει να ξεχωρίζουν. Για παράδειγμα, θεωρώ το «Θέλμα και Λουίζ» την απόλυτη αντιφεμινιστική ταινία αφού η εντύπωση που τελικά μου άφησε είναι «ή υποταγή ή γκρεμοτσάκισμα». Προσωπική άποψη, έτσι το είδα, έτσι το κατάλαβα, κι αυτό δεν κάνει ούτε χειρότερη ούτε καλύτερη αλλά και ούτε λιγότερο ενδιαφέρουσα την ταινία.

Τότε προς τι η σύρραξη; Διότι στην εποχή μας, στον εικονικό κόσμο του Διαδικτύου, το «υπέρ» ή το «κατά», η θέση και όχι ακριβώς η άποψη, αποτελεί βασικό στοιχείο ταυτότητας. Υπέρ ή κατά στα πάντα. Από τα πανετόνε, τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα έως τον γάμο μεταξύ ομοφύλων και το «Poor Things». Η «στιγμιαία» ευχαρίστηση, ένα ερωτηματικό που αιωρείται, ένας προβληματισμός για κάτι, ο εντοπισμός ρωγμών σε κάτι θετικό, θεωρείται έως και προβοκάτσια. Κάθετα και απόλυτα όλα. Σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, συμφωνείς ή δεν συμφωνείς, ναι ή όχι. Αυτό σε κατηγοριοποιεί με συνοπτικές διαδικασίες. Πού; Στο οπουδήποτε, ανάλογα με το από ποιον εκπορεύεται η κατηγοριοποίηση και τι εξυπηρετεί.

Ετσι, αυτοί που θεώρησαν μέγιστη εθνική προσβολή το ότι ο Πέτρος Κωστόπουλος είχε πει, πριν από χρόνια, ότι «ξεβλάχεψε» τον μέσο Ελληνα, τώρα πανηγυρίζουν για το «ξεβλάχεμα» που κατακτήσαμε ως έθνος λόγω Λάνθιμου. Και άνθρωπος που υποτίθεται ότι μάχεται υπέρ της ισότητας και ενάντια στις διακρίσεις χρησιμοποιεί το «Poor Τhings» ως μετρητή κοσμοπολιτισμού. Αν σου άρεσε η ταινία, είσαι κοσμοπολίτης. Αν όχι, είσαι χωριαταραίος. Τόσο καλά. Ο απόλυτος ολοκληρωτισμός μεταμφιεσμένος σε κοσμοπολιτισμό. Και άντε τώρα να εξηγείς γιατί ο πραγματικός κοσμπολίτης, δηλαδή ο «πολίτης του κόσμου», δεν βάζει ταμπέλες στους ανθρώπους. Αυτό το κάνουν οι σουσούδες, δηλαδή νεόπλουτοι ή, κυρίως, «νεοδιανοούμενοι». Στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο.

Ψυχραιμία, παιδιά

Ο Λάνθιμος, ο κάθε Λάνθιμος, δεν έχει και μεγάλο γκαϊλέ για τη γνώμη τη δική μου, τη δική σου, εκείνου ή του άλλου, για τη νέα όπως και για κάθε προηγούμενη ταινία του. Ξέρει πολύ καλά τους κανόνες. Μεγαλύτερος ντόρος, περισσότερα εισιτήρια, αν και μετά τη βράβευσή του στις Χρυσές Σφαίρες έχω την εντύπωση πως ούτε αυτό τον ενδιαφέρει πια.

Τότε εμείς γιατί παθιαζόμαστε; Για ένα σύνδρομο που «μπουμπούκιασε» τα τελευταία χρόνια στα εύφορα λιβάδια των σόσιαλ μίντια. Αν καταθέσεις τη θέση σου – χωρίς καν να έχεις σχετική γνώση – για κάποιον επιτυχημένο, έχεις την αίσθηση ότι ένα μέρος της δικής του επιτυχίας ξεβάφει στο «παλιό σου παλτό». Και αν, μάλιστα, η γνώμη σου είναι αρνητική, πιστεύεις ότι μειώνεις την απόσταση μεταξύ της δικής του επιτυχίας και της δικής σου «αποτυχίας». Αχ και να ‘ξεραν ότι το εφέ είναι το ακριβώς αντίθετο.