Μία βεντέτα που κρατούσε δεκαετίες ανάμεσα σε δύο οικογένειες που ζούσαν στα σύνορα των πολιτειών του Κεντάκι και της Δυτικής Βιρτζίνια των ΗΠΑ έφτασε στο αποκορύφωμά της τα ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου του 1888, όταν το σπίτι της οικογένειας ΜακΚόι δέχθηκε επίθεση από μέλη της οικογένειας Χάτφιλντ, σε ένα περιστατικό που έμεινε στην ιστορία ως η «σφαγή της Πρωτοχρονιάς».

Η ιστορία πίσω από την αιματηρή βεντέτα

Οι δύο οικογένειες είχαν μία κυρίαρχη πατριαρχική φιγούρα. Οι Χάτφιλντ τον Ουίλιαμ Άντερσον Χάτφιλντ, γνωστό με το παρατσούκλι «Devil Anse», ο οποίος είχε την εμφάνιση ενός ορεινού, σκληροτράχηλου κατοίκου του βουνού.

Ο Ουίλιαμ Άντερσον Χάτφιλντ, γνωστός με το παρατσούκλι «Devil Anse» (Πηγή: hatfieldmccoyfoundation.org)

Μέχρι τη δεκαετία του 1870 ήταν ένας όλο και πιο επιτυχημένος έμπορος ξυλείας που απασχολούσε δεκάδες άνδρες, μεταξύ των οποίων και μερικούς από την οικογένεια ΜακΚόι. Στην άλλη πλευρά της διαμάχης βρισκόταν ο Ράντολφ «Old Ranel» ΜακΚόι.

Ο Ράντολφ ΜακΚόι (Πηγή: hatfieldmccoyfoundation.org)

Ο ΜακΚόι δεν ήταν τόσο εύπορος όσο ο «Devil Anse», ωστόσο κατείχε εκτάσεις και ζώα. Οι δύο οικογένειες ζούσαν κατά μήκος του ποταμού Μπιγκ Σάντι, ο οποίος εκτεινόταν κατά μήκος των συνόρων μεταξύ του Κεντάκι και της Δυτικής Βιρτζίνια.

Οι δύο οικογένειες είχαν πολύπλοκα συγγενικά και κοινωνικά δίκτυα και η οικογενειακή αφοσίωση συχνά καθοριζόταν όχι μόνο από το αίμα αλλά και από την απασχόληση και την εγγύτητα. Οι οικογένειες μάλιστα παντρεύονταν μεταξύ τους και μερικές φορές άλλαζαν οικογενειακή πίστη, ακόμη και όταν είχε ξεκινήσει η βεντέτα.

Πώς ξεκίνησε η βεντέτα

Το πρώτο γεγονός στη διαμάχη που διήρκεσε δεκαετίες ήταν η δολοφονία του αδελφού του Ράντολφ, Άσα Χάρμον ΜακΚόι, το 1865 από τους Logan Wildcats, μιας ομάδας πολιτοφυλακής που ανάμεσα στα μέλη της ήταν και ο «Devil Anse» και άλλα μέλη της οικογένειας Χάτφιλντ.

Πολλοί ακόμη και στην ίδια την οικογένεια ΜακΚόι θεωρούσαν τον Άσα Χάρμον, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον στρατό της Ένωσης κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, προδότη. Ενώ ορισμένοι υπέθεσαν ότι η δολοφονία του δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη βεντέτα, οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν σύμφωνα με το hatfieldmccoyfoundation.org πλέον το περιστατικό αυτό ως ένα μεμονωμένο γεγονός.

Ένα γουρούνι αναζωπύρωσε τη βεντέτα

Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών συνέχισαν να επιδεινώνονται μέσα στην επόμενη δεκαετία και φούντωσαν ξανά για ένα φαινομενικά ασήμαντο θέμα, Η νέα διαμάχη ξεκίνησε για ένα γουρούνι.

Το 1878 ο Ράντολφ ΜακΚόι κατηγόρησε τον Φλόιντ Χάτφιλντ, έναν ξάδελφο του «Devil Anse», ότι έκλεψε ένα από τα γουρούνια του, που όμως θεωρούνταν ένα πολύτιμο αγαθό για τη φτωχή περιοχή της αμερικανικής υπαίθρου.

Η δίκη του Φλόιντ Χάτφιλντ έγινε στην περιοχή των ΜακΚόι, αλλά πρόεδρος ήταν ένας ξάδελφος του «Devil Anse». Ο πρόεδρος βασίστηκε στην κατάθεση του βασικού μάρτυρα Μπιλ Στάτον, συγγενή του ΜακΚόι, παντρεμένου με μια Χάτφιλντ. Ο Στάτον κατέθεσε υπέρ του Φλόιντ Χάτφιλντ και οι ΜακΚόι εξοργίστηκαν όταν απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες εναντίον του. Δύο χρόνια αργότερα, ο Στάτον σκοτώθηκε βίαια σε έναν καβγά με τους Σαμ και Πάρις ΜακΚόι, ανίψια του Ράντολφ. Ο Σαμ δικάστηκε για το φόνο, αλλά αθωώθηκε καθώς θεωρήθηκε ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα.

Η σχέση δύο οδήγησε σε οριστική ρήξη

Μέσα σε λίγους μήνες από τη δολοφονία του Στάτον, μια υπόθεση διαφορετικού είδους αναζωπύρωσε εκ νέου τη διαμάχη. Σε μια τοπική συγκέντρωση την ημέρα των εκλογών του 1880, ο Τζονς Χάτφιλντ, ο 18χρονος γιος του «Devil Anse», συνάντησε τη Ροζεάνα ΜακΚόι, κόρη του Ράντολφ.

Η Ροζεάνα ΜακΚόι (Πηγή: hatfieldmccoyfoundation.org)

Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Τζονς και η Ροζεάνα εξαφανιστήκαν μαζί για ώρες. Μάλιστα φέρεται ότι φοβούμενη για αντίποινα από την οικογένειά της για τη συναναστροφή της με τους Χάτφιλντ, η Ροζεάνα έμεινε στην κατοικία των Χάτφιλντ για κάποιο χρονικό διάστημα, προκαλώντας την οργή των ΜακΚόι.

Ο Τζονς Χάτφιλντ (Πηγή: hatfieldmccoyfoundation.org)

Αν και σίγουρα είχαν ένα ρομαντικό ειδύλλιο, γρήγορα έγινε σαφές ότι ο Τζονς δεν επρόκειτο να αποκαταστήσει τη Ροζεάνα. Μάλιστα αρκετούς μήνες αργότερα την εγκατέλειψε έγκυο και τον Μάιο του 1881 παντρεύτηκε την ξαδέλφη της, Νάνσι ΜακΚόι. Σύμφωνα με τον μύθο, η Ροζεάνα ήταν συντετριμμένη από τα γεγονότα αυτά και δεν συνήλθε ποτέ συναισθηματικά.

Το σημείο καμπής

Το πραγματικό σημείο καμπής της διαμάχης, σύμφωνα με τις περισσότερες ιστορικές αναφορές, σημειώθηκε σε μια άλλη ημέρα τοπικών εκλογών τον Αύγουστο του 1882. Τρεις από τους γιους του Ράντολφ ΜακΚόι κατέληξαν σε μια βίαιη διαμάχη με δύο αδέλφια του «Devil Anse». Ο καβγάς σύντομα εξελίχθηκε σε χάος, καθώς ένας από τους αδελφούς ΜακΚόι μαχαίρωσε τον Έλισον Χάτφιλντ πολλές φορές και στη συνέχεια τον πυροβόλησε στην πλάτη. Οι Αρχές συνέλαβαν σύντομα τους ΜακΚόι, αλλά οι Χάτφιλντ παρενέβησαν, οδηγώντας τους άνδρες στην περιοχή τους. Αφού πληροφορήθηκαν ότι ο Έλισον είχε πεθάνει, έδεσαν τους ΜακΚόι σε μερικούς θάμνους και μέσα σε λίγα λεπτά, έριξαν περισσότερους από 50 πυροβολισμούς, σκοτώνοντας και τα τρία αδέλφια.

Παρόλο που οι Χάτφιλντ μπορεί να θεώρησαν ότι η εκδίκησή τους ήταν δικαιολογημένη, ο νόμος είχε διαφορετική άποψη και γρήγορα απήγγειλε κατηγορίες εναντίον 20 ανδρών, μεταξύ των οποίων του «Devil Anse» και των γιων του. Παρά τις κατηγορίες, οι Χάτφιλντ απέφυγαν τη σύλληψη, αφήνοντας τους ΜακΚόι να βράζουν από θυμό και οργή για τους φόνους και για το γεγονός ότι παρέμεναν ελεύθεροι.

Τον αγώνα για να βρεθούν οι Χάτφιλντ ενώπιον της Δικαιοσύνης ανέλαβε ο Πέρι Κλάιν, ένας δικηγόρος που ήταν παντρεμένος με τη Μάρθα ΜακΚόι, τη χήρα του αδελφού του Ράντολφ, Άσα Χάρμον. Χρόνια νωρίτερα ο Κλάιν είχε χάσει μια δίκη εναντίον του «Devil Anse» σχετικά με ένα συμβόλαιο για χιλιάδες στρέμματα γης, και πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτό τον έκανε να αναζητήσει μέσω της δίκης, τη δική του μορφή εκδίκησης. Χρησιμοποιώντας τις πολιτικές του διασυνδέσεις, ο Κλάιν πέτυχε την επαναφορά των κατηγοριών εναντίον των Χάτφιλντ. Ανακοίνωσε αμοιβές για τη σύλληψη των Χάτφιλντ, συμπεριλαμβανομένου του «Devil Anse».

«Η σφαγή της Πρωτοχρονιάς»

Πλέον η αντιπαράθεση είχε χτυπήσει κόκκινο, καθώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης άρχισαν να αναφέρονται στη διαμάχη το 1887 και μάλιστα οι Χάτφιλντ παρουσιάζονταν συχνά ως βίαιοι χωριάτες που περιφέρονταν στα βουνά και προκαλούσαν βία.

Οι Χάτφιλντ μπορεί να έδιναν ή να μην έδιναν προσοχή σε αυτές τις ιστορίες, αλλά σίγουρα έδιναν προσοχή στην επικήρυξη για τα κεφάλια τους. Έτσι αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος. Μία ομάδα των Χάτφιλντ και των υποστηρικτών τους κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να επιτεθούν στον Ράντολφ ΜακΚόι και την οικογένειά του. Με επικεφαλής τον γιο του «Devil Anse», Καπ και με σύμμαχο τον Τζιμ Βανς, μια ομάδα ανδρών έστησε ενέδρα στο σπίτι των ΜακΚόι την Πρωτοχρονιά του 1888.

Η επίθεση έγινε βαθιά μέσα στη νύχτα και αφού η οικογένεια ΜακΚόι είχε ήδη πέσει για ύπνο, όντας ουσιαστικά ανυπεράσπιστη. Ενώ η οικογένεια εξακολουθούσε να κοιμάται, οι άνδρες του Χάτφιλντ άνοιξαν πυρ στο σπίτι τους. Οι πυροβολισμοί τελικά απαντήθηκαν από τους ΜακΚόι ωστόσο στη συνέχεια έβαλαν φωτιά στο σπίτι, τερματίζοντας ουσιαστικά κάθε προσπάθεια της οικογένειας να αμυνθεί και αναγκάζοντάς τους να βγουν από το σπίτι τους μέσα στη νύχτα.

Ο Ράντολφ ΜακΚόι κατάφερε να διαφύγει

Αν και στόχος τους ήταν ο Ράντολφ, ο πατριάρχης κατάφερε να διαφύγει κατά τη διάρκεια του χάους, κρυμμένος σε ένα χοιροστάσιο κοντά στο σπίτι. Αντίθετα, δύο από τα παιδιά του, ο Κάλβιν ΜακΚόι και η αδελφή του, Άλιφερ ΜακΚόι δέχθηκαν πυροβολισμούς και σκοτώθηκαν δίπλα στο πηγάδι που βρισκόταν κοντά στο σπίτι.

Όταν η σύζυγος του Ράντολφ, η Σάρα, είδε την επίθεση στην κόρη της, σύρθηκε από τη δική της κρυψώνα προς το μέρος της και άπλωσε το χέρι της προσπαθώντας να την κρατήσει. Με τον τρόπο αυτό φανερώθηκε και σύντομα μέλη των Χάνφιλντ, την άρπαξαν, την έριξαν στο πηγάδι, την ξυλοκόπησαν σοβαρά και την άφησαν να πεθαίνει.

Ο Ράντολφ και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του τράπηκαν σε φυγή και κατάφεραν να διαφύγουν στο δάσος πίσω από το φλεγόμενο σπίτι τους και σύντομα μετακόμισαν στο σημερινό Πίκεβιλ, για να αποφύγουν τυχόν περαιτέρω επιθέσεις. Εκεί ο Ράντολφ λειτούργησε ένα πορθμείο μέχρι το θάνατό του, ενώ η σύζυγός του ανάρρωνε σιγά σιγά από τα τραύματά της.

Το κυνήγι των επικηρυγμένων και η δίκη

Λίγες ημέρες μετά από αυτό που έγινε γνωστό ως «σφαγή της Πρωτοχρονιάς», ο κυνηγός επικηρυγμένων Φρανκ Φίλιπς καταδίωξε τον Τζιμ Βανς και τον Καπ Χάτφιλντ, σκοτώνοντας τον Βανς. Ο Φίλιπς έπιασε εννέα μέλη της οικογένειας Χάτφιλντ και υποστηρικτές τους και τους οδήγησε στη φυλακή.

Η υπόθεση οδηγήθηκε στα δικαστήρια και τελικά έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο αποφάσισε ότι οι κρατούμενοι Χάτφιλντ μπορούσαν να δικαστούν. Η δίκη ξεκίνησε το 1889 και στο τέλος οκτώ από τους Χατφιλντ και τους υποστηρικτές τους καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Ο Έλισον Μάουντς, ο οποίος πιστεύεται ότι ήταν ο γιος του Έλισον Χατφιλντ, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Με το παρατσούκλι «Cottontop» ήταν γνωστό ότι ήταν διανοητικά ανάπηρος και πολλοί τον θεωρούσαν ως αποδιοπομπαίο τράγο, παρόλο που είχε ομολογήσει την ενοχή του. Αν και οι δημόσιες εκτελέσεις ήταν παράνομες στο Κεντάκι, χιλιάδες θεατές συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν τον απαγχονισμό του Έλισον Μάουντς στις 18 Φεβρουαρίου 1890. Σύμφωνα με αναφορές τα τελευταία του λόγια ήταν: «Με ανάγκασαν να το κάνω! Οι Χατφιλντ με ανάγκασαν να το κάνω!».

Τι έχει απομείνει να θυμίζει τη βεντέτα

Πλέον στον τόπο που έγινε η σφαγή το μόνο που θυμίζει τη σύγκρουση είναι ένα άγαλμα του Ράντολφ ΜακΚόι που δημιουργήθηκε το 2017 και μία ταμπέλα βρίσκεται δίπλα στο σημείο που βρισκόταν το σπίτι του, ενώ το μόνο που έχει απομείνει όρθιο είναι το πηγάδι που έσκαψε κάποτε ο Ράντολφ για την οικογένειά του. Το ίδιο το σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς από τη φωτιά.

Ωστόσο, το οικόπεδο όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι ξαναχτίστηκε πρόσφατα και τώρα κατοικείται από μια οικογένεια. Παρά την παρουσία μιας ιδιωτικής κατοικίας, η γη εξακολουθεί να αναγνωρίζεται και να χαρακτηρίζεται ως κρατικό ιστορικό ορόσημο, και η οικογένεια που ζει τώρα εκεί καλωσορίζει πρόθυμα τους επισκέπτες και τους τουρίστες, δείχνοντας συχνά σε όποιον περνάει από εκεί την ιδιοκτησία, καθώς τα ονόματα Χάτφιλντ και ΜακΚόι εξακολουθούν να δεσπόζουν στην αμερικανική φαντασία.