«Σού λέω, δεν έχουν άλλο κρεββάτι».

«Είδες καλά;»

«Τυφλή είμαι; Ενα υπνοδωμάτιο. Και ένα κρεββάτι. Διπλό».

«Μήπως εκείνος ή εκείνη κοιμάται στον καναπέ;»

«Για ποιον λόγο; Ασε που κανείς τους δεν θα χώραγε στον καναπέ, τέτοια θρεφτάρια…»

«Και γιατί η Καίτη να σε ξεναγήσει στο διαμέρισμα;»

«Αυτό με ξάφνιασε κι εμένα».

«Τι ήθελε δηλαδή; Να επιβεβαιώσει τις υποψίες μας;»

«Ειλικρινά δεν ξέρω… Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως δεν υπάρχει  άνθρωπος που αντέχει να κρατάει τέτοιο φοβερό μυστικό για πάντα. Κάπως πρέπει, έστω και πλάγια, να το πει. Να ξαλαφρώσει. Οπως στην ιστορία με τον Μήδα και τον κουρέα του. Είδε ο κουρέας ότι ο βασιλιάς είχε αφτιά γαϊδάρου και ενώ γνώριζε πως έτσι κι έβγαζε τσιμουδιά θα έχανε το κεφάλι του, δεν κρατιόταν ο φουκαράς. Πήγε στην εξοχή και το φώναξε. Και οι καλαμιές – σωστά δεν το θυμάμαι; – άρχισαν να αντιλαλούν: «Μήδας έχει όνου ώτα…» Το έμαθε όλος ο κόσμος, πάρ’ τον κάτω τον κουρέα!»

«Να προσέχεις!» την πείραξε ο μπαμπάς.

«Ξέρεις κάτι;» έκανε η μαμά. «Δεν μου πάει καρδιά να το συζητήσω με κανέναν. Μου φαίνεται τόσο αηδιαστικό… Και είναι καλοί άνθρωποι, γαμώτο. Και ωραίοι τύποι…»

Εγώ δήθεν δεν πρόσεχα την κουβέντα τους, έπαιζα δήθεν απορροφημένος με τα στρατιωτάκια μου – τι να καταλάβω άλλωστε, εννιά χρονών, από μισόλογα; Στην πραγματικότητα είχα μπει στο νόημα. Και αντιλαλώντας ψυχικά τους μεγάλους, είχα σοκαριστεί.

Οι Πανταζόπουλοι. Τραπεζικός ο Λουκάς. Μπουτίκ είχε η Καίτη, μάλλον κακού γούστου, με είχε κουβαλήσει ένα απόγευμα η μάνα μου, ένιωθε υποχρεωμένη κάτι να αγοράσει μα δεν μπορούσε να βρει τίποτα να της αρέσει στοιχειωδώς – της είχε κατεβάσει η Καίτη όλα τα ράφια, το τσιγάρο τής έκαιγε στο τασάκι με κραγιοναρισμένο φίλτρο… Σαρανταπεντάρης εκείνος, κάπως νεότερη εκείνη. Είχαν αμφότεροι ατυχήσει – λέει – στη ζωή, δεν είχαν παντρευτεί και έτσι έμεναν μαζί, σε ένα ρετιρέ αντιπαροχή του πατρικού τους. Αδέλφια. Και κρυφό ζευγάρι.

Τότε, τη δεκαετία του 1970, καμία ερωτική παρέκκλιση δεν συγχωρούνταν. Εάν ήσουν ομοφυλόφιλος άντρας, κουκουλωνόσουν κάποια, έσπερνες κάνα δυο παιδιά, το πολύ-πολύ να σύχναζες περιστασιακά στις πιάτσες με την ψυχή στο στόμα, μη σε πάρει κάνα μάτι. Γυναίκα και να σε ελκύει το φύλο σου; Καλά-καλά δεν το ομολογούσες στον εαυτό σου. Μονάχα οι καλλιτέχνες ξέφευγαν ενίοτε από τον κανόνα – ο κόσμος, κι ας τους θαύμαζε, τους είχε για παράξενα έτσι κι αλλιώς πουλιά.

Εχει κυλήσει ευτυχώς πάρα πολύ νερό στο αυλάκι. Η επιθυμία έχει απελευθερωθεί, η κοινωνία όχι απλώς δεν καταδικάζει, εναγκαλίζεται πλέον το διαφορετικό, από τύψεις μάλλον για την προηγούμενη, απάνθρωπη στάση της. Και στις μέρες μας ωστόσο, και μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, η αιμομιξία παραμένει απόλυτο ταμπού.

Εάν ομολογούσαν σήμερα η Καίτη και ο Λουκάς ρητά τη σχέση τους; Θα τους έστελναν, πιστεύω, σηκωτούς σχεδόν στον ψυχίατρο. Να ιχνηλατήσει πρώιμα τραύματα, να ανακαλύψει τι είχε πάει τόσο στραβά. Θα ενοχοποιούνταν οι γονείς τους, με τα πολλά θα αναγκαζόταν ο Λουκάς να ομολογήσει πως μικρός είχε ασελγήσει επί της αδελφής του. Οτι την είχε ίσως βιάσει. Αλήθεια; Ψέματα; Και έρωτας γνήσιος να υπήρχε ανάμεσά τους, δεν έχει το δικαίωμα ο έρωτας να δυναμιτίζει την πανάρχαια, την ιδρυτική του πολιτισμού απαγόρευση…

Μετατέθηκε ο Λουκάς κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, έγινε διευθυντής υποκαταστήματος. Πήρε μαζί του και την αδελφή του, έκλεισε η μπουτίκ. Χάθηκαν με τους γονείς μου.

Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, διασταυρωθήκαμε προχθές στην Πατησίων. Η Καίτη με γνώρισε, άρχισε να μου λέει πόσο χρυσοί ήταν ο μπαμπάς και η μαμά μου και τι κρίμα που πέθαναν τόσο νέοι… Ο Λουκάς, χούφταλο, αμφιβάλλω αν άκουγε, αν καταλάβαινε. Το μόνο που τον ένοιαζε; Να κρατάει σφιχτά την αδελφή του, να της χαϊδεύει το ρυτιδιασμένο χέρι. Χωρίς κανένα πια πρόσχημα. Το γήρας αίρει κάθε αμαρτία.