«Τα ρούχα μου ήταν βρώμικα. Είχα βαθιές πληγές στα χέρια και στα πόδια. Έβγαινε αίμα από τα νύχια μου. Αλλά ήταν μια υπέροχη μέρα», λέει στη γερμανική εφημερίδα Die Tageszeitung ο Μπαλμπίρ Σινγκ, Ινδός μετανάστης και εργάτης γης στην Ιταλία.

Η ημέρα στην οποία αναφέρεται είναι η 17η Μαρτίου του 2017, όταν μέσα στο σκοτάδι εμφανίστηκαν δώδεκα ένοπλοι άνδρες στο απομακρυσμένο αγρόκτημα στο οποίο τότε εργαζόταν, νότια της Ρώμης.

Οι ένοπλοι φορούσαν πολιτικά ρούχα, ήταν όμως Ιταλοί αστυνομικοί.

«Ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος μου φώναξε να φύγω μακριά. Αλλά δεν το έκανα», περιγράφει ο Μπαλμπίρ.

Λίγο πριν απομακρυνθεί από τους αστυνομικούς, λέει, είδε ότι είχαν συλλάβει τον εργοδότη του και τη σύζυγό του.

Κάπως έτσι μπήκε τέλος σε «έξι χρόνια στην κόλαση», όπως λέει.

Έξι χρόνια εκμετάλλευσης με βία, απειλές, παρακράτηση δεδουλευμένων, πείνα και στερήσεις.

«Δούλευα 12 με 13 ώρες κάθε μέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα», λέει ο μετανάστης από τη Παντζάμπ, μια από τις 28 ομόσπονδες πολιτείες της Ινδίας.

«Παρόλο που δεν είχα ποτέ ρεπό, οι μισθοί μου συνεχώς περικόπτονταν», εξιστορεί. «Στο τέλος υπήρξαν αρκετοί μήνες που δεν πληρώθηκα καθόλου».

Υπήρξαν περίοδοι, λέει, που αναγκάστηκε να μαγειρεύει φαγητό από τα αποφάγια της οικογένειας του γαιοκτήμονα.

Ζούσε σε ένα παλιό τροχόσπιτο χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή θέρμανση. Για να κάνει μπάνιο, πήγαινε στο στάβλο.

Πριν εγκαταλείψει την πατρίδα του, ο Μπαλμπίρ ήταν καθηγητής αγγλικών.

Όπως πολλοί συντοπίτες του, αποφάσισε να γίνει μετανάστης και εργάτης γης στην Ιταλία για καθαρά οικονομικούς λόγους.

Τίποτε όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για όσα εφιαλτικά θα ζούσε σε εκείνο το αγρόκτημα στο Μπόργκο Σαμποτίνο, ένα μικρό χωριό την επαρχία Λατίνα στην κεντρική περιφέρεια Λάτιο.

Σήμερα είναι ένας από τους λίγους που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση και έκαναν έκαναν το μεγάλο βήμα.

Έχει υποβάλει μήνυση κατά του πρώην αφεντικού του.

Περιμένοντας τη δικαίωση

Μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, ο Μπαλμπίρ Σινγκ μπορεί να παραμείνει στην Ιταλία.

Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει χρόνια.

Όμως αυτό που επιδιώκει ο Ινδός μετανάστης, πέρα από δικαίωση, είναι να μπει τέλος σε μια διαδεδομένη πρακτική βάναυσης μεταχείρισης μεταναστών εργατών γης.

Σε αυτή την προσπάθεια δεν είναι μόνος.

Το δικό του μαρτύριο τελείωσε με τη βοήθεια του Μάρκο Ομιτσόλο, καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης και ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Διεξάγει εδώ και χρόνια εκστρατεία για τα δικαιώματα των Ινδών εργατών γης στην Ιταλία, καταγράφοντας τις καταχρήσεις και οδηγώντας τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Το 2016 βοήθησε στην οργάνωση της πρώτης μεγάλης απεργίας των Ινδών εργατών στην Ιταλία.

Έκτοτε ο Μάρκο Ομιτσόλο δέχεται συχνά ανώνυμες απειλές και βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία.

Ενόσω ακόμη δούλευε στα χωράφια της επαρχίας Λατίνα, ο Μπαλμίρ κατάφερε να έρθει σε επαφή μαζί του, μέσω κοινού γνωστού.

Η περίπτωσή του αποτελεί εξαίρεση, και όχι τον κανόνα στις τάξεις των περίπου 9.500 Ινδών εργατών γης -σύμφωνα τουλάχιστον με τα επίσημα στοιχεία- που απασχολούνται στη Λατίνα, νοτιοανατολικά της Ρώμης.

Αν προστεθούν εκείνοι που δεν έχουν άδεια παραμονής στην Ιταλία, που ζουν σε γειτονικές περιοχές ή που δεν εμφανίζονται ακόμη στις στατιστικές επειδή βρίσκονται στη χώρα μικρό χρονικό διάστημα, ο αριθμός μπορεί να ανέλθει σε 30.000, εκτιμά ο Ομιτσόλο.

Στη συντριπτική πλειονότητα εργάζονται στην παραγωγή φρούτων και λαχανικών. Και δη ακτινιδίων.

«Πράσινος χρυσός», «μαύρα» μεροκάματα

Η Λατίνα βρίσκεται στην πεδιάδα του Άγκρο Ποντίνο, από τα πιο εύφορα εδάφη της Ιταλίας.

Τα ακτινίδια είναι ένα από τα δημοφιλέστερα εξαγωγικά της  προϊόντα, τα οποία μπορεί κανείς να βρει σε σούπερ μάρκετ και σε παντοπωλεία σχεδόν όλης της Ευρώπης.

Συνολικά, η παραγωγή στα ιταλικά εδάφη φτάνει τους 320.000 τόνους ακτινιδίων ετησίως.

Είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά την Κίνα και τη Νέα Ζηλανδία.

Πρόκειται για μια αγορά συνολικής αξίας άνω των 400 εκατομμυρίων ευρώ, με τις ιταλικές εξαγωγές να εκτείνονται σε πενήντα χώρες.

Όχι τυχαία, τα ακτινίδια είναι γνωστά και ως «πράσινος χρυσός», λόγω της επικερδούς παραγωγής τους.

Μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου, λοιπόν οι Ινδοί εργάτες στην πεδιάδα του Άγκρο Ποντίνο ασχολούνται κυρίως σε αυτές τις καλλιέργειες.

Όμως οι περισσότεροι δεν «γεύονται» τίποτε από την «γλύκα» των κερδών. Αντιθέτως, τους απομένει μόνο η «πίκρα».

Συχνά υφίστανται εκμετάλλευση στα χωράφια, όπου… ευδοκιμεί η  «γκρίζα εργασία».

Αυτή, εξηγεί ο Μάρκο Ομιτσόλο, έχει πολλές εκφάνσεις, ακόμη και για τους νόμιμους μετανάστες.

Μπορεί μέρος του μισθού τους να καταβάλλεται από τα αφεντικά σε «μαύρα», ώστε να γλυτώσουν κοινωνικές εισφορές και φόρους.

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου ο μισθός καταβάλλεται μεν ολόκληρος σε τραπεζικούς λογαριασμούς, όμως οι εργάτες εξαναγκάζονται στη συνέχεια σε ανάληψη μέρους του ποσού -έως και του ενός τρίτου- για να το επιστρέψουν σε μετρητά στον εργοδότη.

Όσοι επαναστατούν κινδυνεύουν με άμεση απόλυση και αντίποινα.

Κι αυτά, για μια δουλειά που για πολλούς σημαίνει εξαντλητικά ωράρια όλη την εβδομάδα.

Χωρίς ρεπό, χωρίς τακτικά διαλείμματα κάτω από αντίξοες συνθήκες, χωρίς πρόσβαση σε τουαλέτες ή ακόμη και προστατευτικό εξοπλισμό από τα φυτοφάρμακα, όπως μάσκες και γάντια.

Ο φαύλος κύκλος της εκμετάλλευσης

Στη διαιώνιση αυτής της εφιαλτικής κατάστασης συνηγορούν πολλοί παράγοντες, που δείχνουν να παγιώνονται υπό τα «στραβά μάτια» των αρχών.

Όχι μόνο στην γειτονική χώρα, αλλά -ως γνωστόν- και αλλού.

Φτάνοντας στην Ιταλία, οι Ινδοί εργάτες γης -και όχι μόνον αυτοί- είναι εξαιρετικά ευάλωτοι.

Είναι φορτωμένοι με μεγάλα χρέη και φόβο ότι μπορεί να χάσουν την άδεια παραμονής, που έχουν πληρώσει «χρυσάφι».

Κατ’ αρχάς στην ίδια τους την πατρίδα.

Μέσες άκρες, οι Ινδοί μετανάστες υπολογίζεται ότι πληρώνουν μέχρι και 15.000 ευρώ σε συμπατριώτες τους μεσάζοντες για εξασφαλίσουν ένα «εισιτήριο» στα ιταλικά εδάφη της Λατίνα.

Για να συγκεντρώσουν το ποσό, πολλοί δανείζονται από γνωστούς και συγγενείς ή -αν έχουν- πωλούν γη, αγελάδες και κοσμήματα.

Οι περισσότεροι προέρχονται από το ινδικό κρατίδιο Παντζάμπ.

Το κίνητρο είναι οικονομικό, στο φόντο μιας γενικής απόγνωσης.

Για μια χειρωνακτική εργασία, ο μέσος μισθός στη χώρα τους κυμαίνεται μεταξύ 80 και 120 ευρώ.

Στην Ιταλία είναι πολλαπλάσιος, κατά μέσο όρο 863 ευρώ το μήνα.

Αρκετά για να θρέψουν την οικογένεια πίσω στην πατρίδα.

Όμως για να ανανεώνεται η άδεια παραμονής στην Ιταλία, είναι απαραίτητη η σύμβαση εργασίας.

Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τόσοι πολλοί υπομένουν την εκμετάλλευση για χρόνια, παρατηρεί ο γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ιταλίας (CGIL), Τζιοβάνι Τζόια.

Ένας δεύτερος λόγος, λέει, είναι ο φόβος για την ασφάλεια των συγγενών τους πίσω στην Ινδία, σε περίπτωση που αυτοί  επαναστατήσουν.

Στο φόντο αυτής της νέας απελπισίας σε ξένα πια εδάφη, έχουν αναφερθεί ακόμη και αυτοκτονίες Ινδών εργατών στην ιταλική γη.

Κάποιοι λιγοστοί, επιχειρούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.

Προς στήριξή τους έχουν πλέον ιδρυθεί οργανώσεις, που τους προσφέρουν δωρεάν νομική και ιατρική βοήθεια.

Σε αυτό το πλαίσιο έχουν αυξηθεί και οι προσφυγές κατά επιχειρηματιών για αδήλωτη εργασία στη Λατίνα.

Όμως προσώρας οι δικαστικές αποφάσεις είναι λιγοστές και ο φόβος παραμένει.