Μία κρίσιμη μέρα ξημερώνει σήμερα στη Γαλλία. Δύο προτάσεις μομφής κατά της κυβέρνησης του Εμανουέλ Μακρόν που κατατέθηκαν την Παρασκευή, ένα 24ωρο αφότου προσέφυγε στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος προκειμένου να περάσει την αμφιλεγόμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που προωθούσε παρακάμπτοντας την Εθνοσυνέλευση, πρόκειται να τεθούν το απόγευμα σε ψηφοφορία.

Χρειάζονται 287 ψήφους, την απόλυτη πλειοψηφία, και το πιθανότερο είναι να ναυαγήσουν. Ομως οι ταραχές που βιώνει κάθε βράδυ από την περασμένη Πέμπτη η χώρα, σε συνδυασμό με την οργή των συνδικάτων, που προγραμματίζουν για την ερχόμενη Πέμπτη την 9η κατά σειρά ημέρα πανεθνικής απεργίας και κινητοποιήσεων, καθώς και τις δημοσκοπήσεις που θέλουν ένα 65% των Γάλλων να επιθυμεί συνέχιση των διαμαρτυριών σε κάθε περίπτωση, κάνουν αρκετούς να φοβούνται μία αναβίωση των Κίτρινων Γιλέκων, του αντικυβερνητικού κινήματος του 2018, και σε βάθος χρόνου μία περαιτέρω ενίσχυση της Ακροδεξιάς στη χώρα.

Η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική. Μόνο στο Παρίσι, η αστυνομία πραγματοποίησε 292 προσαγωγές το βράδυ της Πέμπτης, 61 προσαγωγές το βράδυ της Παρασκευής και ακόμα 122 προσαγωγές το βράδυ του Σαββάτου, αφού πρώτα είχε απαγορεύσει, «λόγω του σοβαρού κινδύνου διατάραξης της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας», κάθε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, τη μεγαλύτερη πλατεία του Παρισιού, καθώς και στα Ηλύσια Πεδία.

«Μακρόν, παραιτήσου» και «Ο Μακρόν θα σπάσει, εμείς θα νικήσουμε», φώναζε το πλήθος στην Πλας ντ’ Ιταλί, στο Νότιο Παρίσι. Οι απεργίες των εργαζομένων στα διυλιστήρια της TotalEnergies, καθώς και στους σιδηροδρόμους, συνεχίζονται. Οσο για τους εργαζομένους στην καθαριότητα, η επίταξή τους ελάχιστα έχει αλλάξει την εικόνα στο Παρίσι, όπου έχουν σωρευτεί 10.000 τόνοι απορριμμάτων.

Το άρθρο 49:3

Σε αυτό το πλαίσιο πρόκειται να τεθούν σε ψηφοφορία οι δύο προτάσεις μομφής που κατατέθηκαν κατά της κυβέρνησης, η πρώτη από την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, η δεύτερη και πιο επικίνδυνη από την κεντρώα ομάδα Liot, με τη στήριξη της Nupes, της Συμμαχίας της Αριστεράς.

Για να περάσει, θα έπρεπε να την υπερψηφίσουν περίπου οι μισοί από τους 61 βουλευτές της γαλλικής Δεξιάς, των Ρεπουμπλικανών. Εξαιτίας μιας ομάδας ρεπουμπλικανών ανταρτών που αρνιόταν να ψηφίσει, παρά τις κυβερνητικές παραχωρήσεις, τη σταδιακή αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, αναγκάστηκε, ουσιαστικά, να καταφύγει η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος.

Σύμφωνα ωστόσο με τη «Le Monde», μόνο 4-5 βουλευτές του κόμματος εμφανίζονταν χθες διατεθειμένοι να καταψηφίσουν σήμερα την κυβέρνηση. «Δεν θα υποκύψω ποτέ στους νέους θιασώτες του τρόμου», διακήρυξε ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών Ερίκ Σιοτί, μετά τον βανδαλισμό που υπέστη, τη νύχτα του Σαββάτου, το πολιτικό του γραφείο στη Νίκαια και τις απειλές που δέχθηκε.   Σύμφωνα με συνεργάτες του γάλλου προέδρου, ο Μακρόν δεν έχει «καθόλου ενοχές, ούτε μετανιώνει για κάτι». Δεν ήθελε να προσφύγει στο 49:3, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει, επαναλαμβάνουν.

Αντιμέτωπος με δύο «κακές επιλογές», αποφάσισε πως μία καταψήφιση της συνταξιοδοτικής του μεταρρύθμισης στην Εθνοσυνέλευση θα ήταν περισσότερο επιζήμια. Ο 45χρονος πρόεδρος της Γαλλίας βλέπει τον εαυτό του ως έναν μεταρρυθμιστή με αποστολή να καταστήσει τη χώρα περισσότερο ανταγωνιστική και δυναμική.

Και μοιάζει να στοιχηματίζει ότι μπορεί να αντέξει τη θύελλα, ίσως και να βγει ισχυρότερος, επαναβεβαιώνοντας την προεδρική του ισχύ επί της Εθνοσυνέλευσης, όπου δεν διαθέτει πλέον απόλυτη πλειοψηφία. Δύσκολα όμως μπορεί να δει κανείς πώς θα συνεχίσει να νομοθετεί, δεδομένης της ρήξης στις σχέσεις του τόσο με τους Ρεπουμπλικανούς όσο και με τα συνδικάτα. Και το χειρότερο, είναι αυτές οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως τα δύο τρία των Γάλλων, ποσοστό κατά 10% υψηλότερο σε σύγκριση με πριν από δέκα χρόνια, πιστεύουν πως η δημοκρατία στη Γαλλία δεν λειτουργεί σωστά.