«Και με το μίσος περνούσε ο καιρός…». Πρόκειται για μία φράση από την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος του Μάνου Ελευθερίου «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», με έμπνευση τη δολοφονία, από την ΟΠΛΑ, της Ελένης Παπαδάκη τον Δεκέμβριο του 1944. Την εποχή δηλαδή που η Αθήνα και η Ελλάδα ολόκληρη σπάραζε από την πρώτη φάση του Εμφυλίου. Σήμερα, εβδομήντα εννέα χρόνια μετά, το μίσος φαίνεται ότι είναι και πάλι κινητήριος δύναμη, προσάναμμα κινητοποιήσεων και συγκολλητική ουσία για ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό κοινό. Ενα μίσος που δεν κρατάει τα προσχήματα ακόμη και όταν φοράει την προβιά της «κοινωνικής κριτικής».

Τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου όλη η Ελλάδα πάγωσε, σοκαρίστηκε, συγκλονίστηκε από τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς. Μετά από τις πρώτες ώρες, ωστόσο, η διαχείριση και η εκδήλωση των συναισθημάτων που ενεργοποιεί μία τέτοιου μεγέθους τραγωδία, άρχισε να αποκτά ξεκάθαρα κομματικό χαρακτήρα. Να διαποτίζεται από την τοξικότητα του μίσους και της ανθρωποφαγίας που τα τελευταία χρόνια χρωματίζει τον (παρα)πολιτικό λόγο. Και έφτασε προχθές στο αποκορύφωμα με τη στοχοποίηση γονιών των θυμάτων. Ο λόγος; Οι άνθρωποι μέσα στον πόνο τους και ξεκαθαρίζοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω τα παιδιά τους, είχαν έναν καλό λόγο να πουν για τα μέτρα ενίσχυσής τους που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγες ώρες για να εισπράξουν το ανάθεμα από ευαίσθητους τους Διαδικτύου. Διότι τα λόγια των γονιών δεν εξυπηρετούσαν το αφήγημά τους.

Tους έβγαλαν στον τάκο

Ο Χρήστος Χούπας, ο πατέρας της 24χρονης Ελπίδας, δήλωσε μεταξύ άλλων: «…Αν ο άλλος είναι πλούσιος ούτε που τον νοιάζει η οικονομική βοήθεια. Εγώ όμως που δεν είμαι και που ζορίζομαι να σπουδάσω τα ίδια μου τα παιδιά, φυσικά και με νοιάζει». Και ο Σωτήρης Μήτσκας που έχασε στα Τέμπη την 23χρονη κόρη του Ιφιγένεια: «…Μιλώντας για τη δική μου οικογένεια, έχουμε μια κορούλα που μόλις γέννησε, έχουμε ένα άλλο αγόρι που σπουδάζει στο εξωτερικό. Μακάρι να μη χρειάζονταν όλα αυτά τα μέτρα, αλλά έτσι είναι η ζωή αυτόν τον καιρό, αυτές τις εποχές που οποιαδήποτε βοήθεια είναι σημαντική».

Σε αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους που ακόμη δεν έχουν συνειδητοποιήσει αυτό που τους συνέβη έπεσαν σαν κοράκια διάφοροι «θεματοφύλακες κομματικών ευαισθησιών». Κατά το κοινώς λεγόμενο, τους έβγαλαν στον τάκο, αναδημοσίευσαν τα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ξεψάχνισαν για να δουν τι ψηφίζουν, αναστατώθηκαν όταν διαπίστωσαν ότι δεν είναι «τρισκατάρατοι δεξιοί», τότε άρχισαν ακόμη και να αμφισβητούν αν πρόκειται για τους ίδιους ή για «ηθοποιούς» που παρουσιάζονται ως γονείς θυμάτων. Των θυμάτων που λένε ότι θέλουν να τιμήσουν στις πορείες του μίσους και του διχασμού. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο. Αυτό που προσπαθούσε να κρύψει όταν «κυριευμένος από οργή» διαλαλούσε από ψεύτικα προφίλ ότι «αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να είναι δικά μας». Και επειδή δεν είναι δικά του, στοχοποιεί αυτόν που, όντως, είναι δικά του. Φθάνει ακόμη και να τον ψυχιατρικοποιεί με σχόλια τύπου «Δεν είναι στα καλά του», «Κάτι έπαθε», «Πρέπει να τον δει γιατρός».

«Mήπως δεν είναι καλά ο άνθρωπος»

Αν αυτό περιοριζόταν σε συνομιλίες μεταξύ διαδικτυακών τρολ θα λέγαμε ότι πρόκειται περί κοινωνικού αυτοματισμού με όλα τα στοιχεία του ηθικού περιθωρίου. Αλλά εδώ βλέπουμε και, με την ευρύτερη έννοια, πολιτικούς να αναπαράγουν την κριτική εναντίον των γονιών. «Εγώ δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει πατέρας που να μίλησε σε κανάλι για την αποζημίωση του κράτους όταν έχει χάσει το μονάκριβο κορίτσι του. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει, μήπως δεν είναι καλά ο άνθρωπος και βγήκε και είπε τέτοια πράγματα;» γράφει η Ντίνα Μπατζιά, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Και η Ζέφη Δημαδάμα της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ: «Δεν μπορώ να διανοηθώ να είμαι στη θέση γονιού που έχασε (τόσο άδικα) το παιδί του και να αξιολογώ τα μέτρα, να σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο, να βγαίνω στην τηλεόραση…».

Ο Μάνος Ελευθερίου, στα χρόνια του «αντιμνημονιακού αγώνα», ήταν συντετριμμένος διότι εξακολουθούσε «με το μίσος να περνάει ο καιρός». Δεν θέλω να φαντάζομαι τι θα έλεγε τώρα.