Αλλάζει επιχειρηματικά σχέδια και προτεραιότητες στη ναυτιλιακή βιομηχανία ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τους έλληνες εφοπλιστές να επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στις νέες απαιτήσεις του θαλάσσιου εμπορίου.

Τον προηγούμενο χρόνο τα ελληνικά ναυτιλιακά συμφέροντα προχώρησαν σε σημαντικές επενδύσεις σε πλοία από δεύτερο χέρι (second hand) τόσο στα πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου όσο και στα δεξαμενόπλοια, με έμφαση στα μεσαία μεγέθη κυρίως στα πλοία μεταφοράς αργού και προϊόντων πετρελαίου. Ο λόγος είναι απλός. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και η επιμονή του Covid-19 στην Κίνα έχουν δημιουργήσει σημαντικές αβεβαιότητες όσον αφορά την πορεία των οικονομιών, αβεβαιότητες που επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο χύδην ξηρού φορτίου. Παράλληλα το εμπάργκο της Δύσης στα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα δημιουργεί νέα δεδομένα για το θαλάσσιο εμπόριο καθώς οι χώρες – μέλη της ΕΕ απευθύνονται σε νέες πηγές για την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Επενδυτική στροφή

Οπως σημειώνουν ναυλομεσιτικοί οίκοι, σε περιόδους αβεβαιότητας τα μικρότερου μεγέθους πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου τείνουν να είναι πιο ανθεκτικά και ως εκ τούτου δικαιολογείται και μια επενδυτική στροφή σε αυτά τα μεγέθη.

Σύμφωνα με στοιχεία του ναυλομεσιτικού οίκου Intermodal, τo 2022 υπολογίζεται ότι έλληνες εφοπλιστές απέκτησαν 146 bulkers σε έναν συνολικό αριθμό 665 πλοίων που άλλαξαν χέρια διεθνώς, γεγονός που σημαίνει ότι το 22% των αγορών έγινε από έλληνες πλοιοκτήτες. Πιο συγκεκριμένα, οι Ελληνες αγόρασαν 32 πλοία Handysizes, 22 πλοία Supramax, 17 πλοία Ultramax, 17 πλοία Panamax και 28 πλοία Kamsarmax, 7 πλοία Post-Panamax και 23 πλοία Cape/Newcastlemax επενδύοντας συνολικά 3,1 δισ. δολ. Η πλειοψηφία των πλοίων που αγοράστηκαν ανήκει στις μικρότερες κατηγορίες (Handysizes μέχρι Kamsarmax), αν και η εικόνα αυτή δικαιολογείται ως έναν βαθμό και από το γεγονός ότι ο στόλος των μεσαίου μεγέθους Bulkers είναι μεγαλύτερος από αυτόν των Capes.

Οσον αφορά τα δεξαμενόπλοια, όπου επίσης οι Ελληνες πρωταγωνίστησαν στις αγορές second hand πλοίων, αυτό που παρατηρείται είναι ότι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον για τάνκερ μεταφοράς «καθαρών προϊόντων» (clean tankers) προκειμένου να κερδίσουν από τις συνέπειες του πολέμου και την ανάγκη της Ευρώπης να εφοδιαστεί με προϊόντα πετρελαίου από περιοχές εκτός Ρωσίας, αυξάνοντας τα τονομίλια και κατά συνέπεια κερδίζοντας περισσότερα χρήματα. Την εξέλιξη αυτή την προέβλεψαν πολλοί εφοπλιστές, όπως προκύπτει από τα δεδομένα των αγοραπωλησιών του 2022. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Intermodal, τον προηγούμενο χρόνο πουλήθηκαν 127 δεξαμενόπλοια σε Ελληνες. Διεθνώς άλλαξαν χέρια 714 δεξαμενόπλοια, πράγμα που σημαίνει ότι οι Ελληνες πραγματοποίησαν το 17,8% των συναλλαγών επενδύοντας περίπου 2,7 δισ. δολ. Πιο συγκεκριμένα, οι έλληνες πλοιοκτήτες αγόρασαν 10 πλοία VLCC, 19 πλοία Suezamax, 23 πλοία Aframax/LR2, 11 πλοία Panamax, 30 πλοία MR2, 26 Handysize και 8 μικρά δεξαμενόπλοια. Γενικότερα, όπως εκτιμάται, τα δεξαμενόπλοια θα συνεχίσουν να «πλέουν» στα κέρδη παρά την αναμενόμενη επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας. Η μείωση της προσφερόμενης μεταφορικής ικανότητας και το δεύτερο κύμα απαγορεύσεων των ρωσικών θαλάσσιων εισαγωγών στις 5 Φεβρουαρίου από την ΕΕ θα ενισχύσουν τους ναύλους.

Η ζήτηση

Την κατάσταση αυτή θα σπεύσουν να αξιοποιήσουν οι πλοιοκτήτες δεξαμενόπλοιων μεταφοράς προϊόντων αργού, καθώς η Ευρώπη θα αναζητά προϊόντα διύλισης πετρελαίου από πιο μακρινές περιοχές, ακόμη και όταν ο κόσμος πλησιάζει προς την ύφεση τους επόμενους 12 μήνες.

Ετσι, μετά την άνοδο των ναύλων στα υπερδεξαμενόπλοια (VLCC) κατά την πρώτη φάση των περιοριστικών μέτρων στο ρωσικό αργό, με τους ναύλους στα VLCC από 10.000 δολ. την ημέρα στις αρχές του 2022 να εκτοξεύονται στις 75.000 προς το τέλος του έτους, κάτι ανάλογο αναμένεται για τα πλοία μεταφοράς προϊόντων πετρελαίου. Σύμφωνα με τη ναυτιλιακή οργάνωση Bimco, η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθειών ντίζελ θα καθορίζει την πορεία των ναύλων στα δεξαμενόπλοια προϊόντων το 2023, καθώς θα μεταφέρουν τα προϊόντα από πιο μακρινές περιοχές. Ναύλοι και αξίες των πλοίων αναμένεται να αυξηθούν, προσθέτει η Bimco.