Τη θέσπιση μέτρων που θα ενισχύσουν την κοινωνική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία ζητούν, ακόμη και διά νόμου, οι έλληνες Ρομά. Ελάχιστα βήματα έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, με τη φτώχεια και την αυξανόμενη περιθωριοποίηση να γεννούν παραβατικότητα, ενώ ο κίνδυνος για μεγαλύτερη γκετοποίηση είναι ορατός: Οπως επισημαίνουν οι γνωρίζοντες, 9.000 οικογένειες Ρομά βρίσκονται ένα βήμα πριν από την επιστροφή σε καταυλισμούς, γεγονός που, αν συμβεί, θα ανοίξει έναν νέο κύκλο προβλημάτων.

Η Μαρία Δημητρίου είναι η πρώτη ελληνίδα Ρομά που ασχολήθηκε, ως κοινωνική επιμελήτρια, με τα προγράμματα ένταξης και μία από τους λίγους που γνωρίζουν καλά τις δύο όψεις αυτής της ιστορίας. Μιλώντας στα «ΝΕΑ» επισημαίνει πως οι προσπάθειες κοινωνικής ένταξης, ουσιαστικά, απέτυχαν επειδή γίνονταν αποσπασματικά και χωρίς ολιστική προσέγγιση του θέματος, ενώ τονίζει πως συχνά συναντούν εμπόδια εξαιτίας του ρατσισμού που εκδηλώνει τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. «Εγιναν σοβαρές προσπάθειες, όμως πάντοτε είχαν ημερομηνία λήξης. Την ημερομηνία λήξης τη θέλαμε και εμείς, εφόσον, όμως, πετυχαίναμε τον σκοπό μας και όχι να τα εγκαταλείπουμε στη μέση χωρίς να έχει επιτευχθεί το επιδιωκόμενο» λέει.

Επιμόρφωση γονέων

«Εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια επιμένω πως τα προγράμματα ένταξης δεν πρέπει να ξεκινούν από την εκπαίδευση των τσιγγανόπαιδων αλλά από την επιμόρφωση των γονέων – να καταλάβουν οι ίδιοι διά παντός ότι τα παιδιά τους θα πρέπει να πάνε στο σχολείο. Αυτό είναι το κλειδί διότι στο αξιακό σύστημα των Ρομά η έννοια «εκπαίδευση» δεν βρίσκεται ψηλά, επειδή ήταν πάντα περιθωριοποιημένοι και οι επαφές τους με μη Ρομά ελάχιστες. Στην Ελλάδα έχουν δαπανηθεί πάρα πολλά κονδύλια από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, έχουν πληρωθεί πολλοί άνθρωποι, όμως αυτό που συνέβαινε πάντα ήταν ότι τα προγράμματα ξεκινούσαν κάθε φορά από την αρχή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα πορίσματα των προηγούμενων. Νέες μελέτες, νέα βιβλία, διδακτορικά, διατριβές και κανείς δεν ασχολήθηκε με την υπάρχουσα εμπειρία, ώστε να γίνει κάτι ουσιαστικό».

Ενίοτε, το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως εξηγεί η Δημητρίου, δεν είναι να πειστούν οι γονείς Ρομά να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο αλλά να πειστούν οι μη Ρομά γονείς να δεχτούν τα τσιγγανόπαιδα στα διπλανά θρανία των δικών τους παιδιών. «Σας θυμίζω το περιστατικό του 2007, όταν γονείς στον Ασπρόπυργο αρνούνταν να δεχτούν τα παιδιά Ρομά. Φτιάχτηκε χωριστό σχολείο για τα τσιγγανόπαιδα, κάτι το οποίο σαφώς δεν βοηθά στην κοινωνική ένταξη, μέχρι που ένα απόγευμα κάποιοι πήγαν στο σχολείο και το έκαψαν με τα παιδιά μέσα. Επί έξι μήνες φροντίζαμε τα τραύματα και δίναμε καθημερινά τις αντιβιώσεις γιατί ζούσαν χωρίς ρεύμα και δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τα φάρμακα εκτός ψυγείου…». Πέρασαν σχεδόν περισσότερα από 15 χρόνια από τότε, όμως δεν έχουν αλλάξει πολλά. «Με το περιστατικό του 16χρονου στη Θεσσαλονίκη, ξέρετε τι μηνύματα λαμβάνουμε στα κινητά μας; «Ενας λιγότερος», και δεν είναι η πρώτη φορά» λέει η Μαρία Δημητρίου.

Εντολές κατάσχεσης

«Η περιθωριοποίηση γεννά παραβατικότητα. Και αυτό ισχύει για κάθε κοινωνική ομάδα. «Αυτή τη στιγμή περίπου 9.000 οικογένειες Ρομά κινδυνεύουν να επιστρέψουν σε καταυλισμούς. Πριν από 20 χρόνια δόθηκαν στους έλληνες Ρομά στεγαστικά δάνεια με τη μορφή κοινωνικής παροχής, ώστε να διαλυθούν οι καταυλισμοί. Πήγαινες, λοιπόν, και με 2.000 ευρώ φορολογική δήλωση, χωρίς χαρτί μισθοδοσίας, χωρίς σταθερή δουλειά, χωρίς σταθερό τηλέφωνο, έπαιρνες δάνειο – για παράδειγμα – 60.000 ευρώ. Πού βασιζόταν η τράπεζα ότι θα πάρει πίσω τα χρήματα; Στις εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου. Εδώ και έξι χρόνια το Δημόσιο σταμάτησε να πληρώνει τις εγγυήσεις, με αποτέλεσμα την τελευταία διετία 9.000 οικογένειες – τουλάχιστον 5μελείς – να δέχονται σωρηδόν εντολές κατάσχεσης, Ολοι αυτοί θα φτιάξουν νέους καταυλισμούς. Αρα, τους βάλαμε σε σπίτια, τους κοινωνικοποιήσαμε και τώρα τους επιστρέφουμε πίσω» σημειώνει η Δημητρίου. «Εμείς ζητούμε να χαριστούν αυτά τα δάνεια, να μη γίνει η Ελλάδα μια μεγάλη φαβέλα, να καταστεί υποχρεωτική η επιμόρφωση των γονέων, να λειτουργήσουν προγράμματα που θα υποχρεώνουν τα τσιγγανόπαιδα να πηγαίνουν στα δημόσια σχολεία μαζί με τα άλλα παιδιά».