«Το Διαδίκτυο είναι τεράστιο. Είναι σαν ένα παγόβουνο: το συμβατικό είναι το κομμάτι που είναι πάνω από την επιφάνεια. Το υπόλοιπο, περίπου 80-90% του συνόλου, είναι το dark web, το λεγόμενο «σκοτεινό Διαδίκτυο»», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μενέλαος Μακρυγιάννης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ψηφιακού μετασχηματισμού και κυβερνοασφάλειας Bewise.

Ο συνηθέστερος τρόπος για να μπει κανείς στον κόσμο του dark web είναι μέσα από λογισμικά, όπως το Tor («The Onion Router»), που αναπτύχθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και ο κώδικάς του έγινε διαθέσιμος σε όλους το 2004. Στο Tor συνδέονται καθημερινά 2,5-3 εκατ. χρήστες παγκοσμίως, με 6.000-7.000 από αυτούς να προέρχονται από την Ελλάδα.

Το dark web είναι το τμήμα του Διαδικτύου που δεν είναι προσβάσιμο από τις συμβατικές μηχανές αναζήτησης και στο οποίο κυριαρχεί η ανωνυμία. Αυτό είναι το βασικό «προσόν» του. Λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αφήνει ίχνη: η μοναδική για κάθε συσκευή IP address παραμένει κρυφή, καθώς η σύνδεση επιτυγχάνεται με την πληροφορία να περνά από πολλούς διακομιστές (servers) και ο αποστολέας της εντολής είναι πρακτικά αδύνατο να εξακριβωθεί. «Είναι σαν να στέλνεις ένα πακέτο από το σπίτι σου με τον ταχυδρόμο. Αυτός το πάει σε ένα άλλο σπίτι, αλλά όχι στον τελικό προορισμό. Από το δεύτερο σπίτι ένας διαφορετικός ταχυδρόμος παραλαμβάνει το πακέτο και το στέλνει σε ένα επόμενο σπίτι. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μέχρι να φτάσει το πακέτο στον τελικό παραλήπτη. Ετσι και στο dark web χάνεται η ικανότητα ιχνηλάτησης της πληροφορίας από τον αποστολέα στον παραλήπτη και αντίστροφα», εξηγεί η Αλεξία Κωνσταντινίδη, σύμβουλος κυβερνοασφάλειας της IBM στο Λονδίνο.

Η ανωνυμία και η μη- ανιχνευσιμότητα δεν σημαίνουν ότι το dark web είναι ένα αχανές άντρο παρανομίας. Πολλοί χρήστες του Tor υποστηρίζουν ότι το χρησιμοποιούν για να προστατεύουν το απόρρητο της επικοινωνίας. Ομως, όπως επισημαίνει ο Μενέλαος Μακρυγιάννης, μπορεί στο dark web «πολλές ιστοσελίδες να είναι νόμιμες και ασφαλείς, εντούτοις, τα… πλεονεκτήματα που αναφέραμε το καθιστούν θελκτικό για δράστες έκνομων ενεργειών: Εμπόριο ναρκωτικών, μαστροπεία, παράνομα αποκτηθέν υλικό (π.χ. από κυβερνοεπιθέσεις)».

Οι σελίδες που είναι σχεδιασμένες αποκλειστικά για το dark web ονομάζονται «onion services» και υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 170.000. Από αυτές, περίπου το 35% είναι παράνομες – δηλαδή, χρησιμοποιούνται για τη διακίνηση ναρκωτικών, όπλων, υλικού παιδικής πορνογραφίας κ.ά.

Η παιδική πορνογραφία

Η παράνομη πορνογραφία, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής, αποτελεί σημαντική διάσταση του dark web και προσφέρεται με διάφορους τρόπους, από δωρεάν έως με τίμημα αρκετές χιλιάδες ευρώ. Εκτιμάται ότι μόλις το 7,5% του υλικού παιδικής πορνογραφίας, που είναι προσβάσιμο με χρήση Tor, είναι διαθέσιμο επί πληρωμή.

Το κόστος της εγγραφής σε ένα μεγάλο φόρουμ αντίστοιχου περιεχομένου ξεκινάει από τα 35 ευρώ. Το κατέβασμα υλικού (φωτογραφίες και βίντεο) έχει επιπλέον χρέωση, ενώ τα υψηλά τιμήματα δίνονται για την παρακολούθηση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε ζωντανό χρόνο (live stream).

Οι πληρωμές συνήθως γίνονται μέσω κρυπτονομισμάτων, κυρίως Bitcoin. «Τα κρυπτονομίσματα επιτρέπουν αρκετά υψηλή ανωνυμία», μας εξηγεί η Αλεξία Κωνσταντινίδη.

Στο dark web η παιδική πορνογραφία εμφανίζεται σε ιστολόγια, φόρουμ και chatrooms. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πάντοτε έχουμε να κάνουμε με προσφορά υλικού παιδικής πορνογραφίας.

Για παράδειγμα, αν κανείς πληκτρολογήσει τις λέξεις «child porn» (παιδικό πορνό) – ή «CP», όπως συχνά εντοπίζεται ακόμα και σε δημόσιες συζητήσεις μεταξύ «μυημένων» – στις βασικές μηχανές αναζήτησης του dark web, εμφανίζεται εξίσου μεγάλος αριθμός αποτελεσμάτων που αφορούν την απεξάρτηση από τον εθισμό σε αυτού του είδους την πορνογραφία και την αναζήτηση βοήθειας για την παιδοφιλία. Μάλιστα, υπάρχουν και ειδικά φόρουμ για αυτόν τον σκοπό.

«Οδηγός» για παιδόφιλους

Στελέχη της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρουν ότι στη «σκοτεινή πλευρά» του Διαδικτύου διανέμεται μέχρι και αναλυτικός «οδηγός» για παιδόφιλους. Χαρακτηριστικό είναι το κεφάλαιο που περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους ένας ενήλικος μπορεί να πλησιάσει ένα παιδί και να αναπτύξει φιλικές σχέσεις μαζί του και το οποίο περιλαμβάνει επτά ενότητες: Foreword (Πρόλογος), Single moms (Ανύπαντρες μητέρες), Schools (Σχολεία), Kiddie magnets («Μαγνήτες» παιδιών), Babysitting and scouting (Babysitting και προσκοπισμός), Hunting season (Κυνηγετική περίοδος), Befriending children (Πιάνοντας φιλίες με παιδιά).

300 υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας τον χρόνο

Τα τελευταία οκτώ χρόνια μπήκε λουκέτο σε πέντε από τις μεγαλύτερες ιστοσελίδες διακίνησης παιδικής πορνογραφίας: The Love Zone (2014), PlaypEn (2015), Child’s Play (2017), Welcome to Video (2019) και Boystown (2021). Οι ιθύνοντες πίσω από αυτές συνελήφθησαν, ύστερα από συντονισμένες επιχειρήσεις όπου συνεργάστηκαν Europol, Interpol, FBI και άλλες εθνικές αρχές ασφαλείας. «Οι συλλήψεις συνήθως οφείλονται σε κάποιο λάθος του δράστη, που συνδέει τη διαδικτυακή με την πραγματική του ταυτότητα: μπορεί να πρόκειται ακόμα και για τις ώρες στις οποίες προχωρά σε αναρτήσεις», εξηγεί η Αλεξία Κωνσταντινίδη.

Στη χώρα μας, τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έχουν απασχολήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια 1.199 υποθέσεις πορνογραφίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων μέσω «κρυφού» ή «φανερού» Διαδικτύου. Συγκεκριμένα, το 2018 αυτές ανήλθαν σε 282, το 2019 σε 329, το 2020 σε 300 και το 2021 σε 288. Δηλαδή, σχεδόν 300 τον χρόνο. Οσον αφορά τα παιδιά – θύματα από την Ελλάδα (καθώς πολλές υποθέσεις αφορούν διεθνή κυκλώματα), κατά τη Διεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων της ΕΛ.ΑΣ. την τετραετία 2018 – 2021 άγγιξαν τα 89.

Κίνδυνος και στο συμβατικό Διαδίκτυο

Ωστόσο, όπως φάνηκε στην περίπτωση του Κολωνού, οι παιδοβιαστές δεν χρησιμοποιούν πάντα τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά εργαλεία. Ο 53χρονος Ηλίας Μίχος φέρεται ότι χρησιμοποιούσε τη συμβατική ελληνική πλατφόρμα Blindchat για να διακινεί το υλικό της 12χρονης και για συνομιλεί με «πελάτες» που τη βίασαν. Εκεί δέχθηκε και τα περισσότερα από τα περιβόητα 213 μηνύματα. «Οι πλατφόρμες που λειτουργούν στο συμβατικό Διαδίκτυο αφήνουν τα ίχνη τους και η ιχνηλάτηση των χρηστών είναι πολύ εύκολη», λέει ο Μενέλαος Μακρυγιάννης.

Η διαφορά του Blindchat με άλλες εφαρμογές dating είναι πως δεν χρειάζεται εγγραφή ή επαλήθευση της ταυτότητας και ηλικίας του χρήστη μέσω τηλεφώνου ή e-mail. Οι πιο διαδεδομένες τέτοιες εφαρμογές, όπως το Tinder, το Grindr και το Hinge, χρησιμοποιούν περισσότερα φίλτρα και υποστηρίζουν ότι παίρνουν όλα τα μέτρα για μην αξιοποιούνται για τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει δράση κακοποιητών και εκεί. Αλλωστε, υλικό μη πορνογραφικού χαρακτήρα με παιδιά κυκλοφορεί ακόμα και στο YouTube, με λογαριασμούς παιδόφιλων να σημειώνουν στα σχόλια τις στιγμές που φαίνονται επίμαχα σημεία των παιδιών. Τα στελέχη της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έχουν διαπιστώσει ότι το ψάρεμα των θυμάτων μπορεί να γίνει στα διαδικτυακά παιχνίδια (κυρίως για αγόρια) και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (κυρίως για κορίτσια).

Δράστες πίσω από ψεύτικα προφίλ

Ο 13ος όροφος της ΓΑΔΑ, εκεί όπου στεγάζεται η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, δεν είναι ένα μέρος όπου θα περίμενε κανείς να επισκέπτονται σχεδόν καθημερινά γονείς με τα παιδιά τους. Ομως, εκεί πηγαίνουν για να καταγγείλουν το πλήθος διαδικτυακών προφίλ, πίσω από τα οποία κρύβονται κακοποιητές που προσεγγίζουν ανηλίκους, με τα στελέχη της υπηρεσίας να προσπαθούν να αποκαλύψουν τα φυσικά πρόσωπα πίσω από τα ψεύτικα προφίλ.

Αλλωστε, όπως λέει η αστυνόμος Β’ Αιμιλία Δουκέλη, «όλα τα στοιχεία στο Διαδίκτυο είναι δηλωτικά. Δηλαδή, ο καθένας μπορεί να δηλώσει όποιο όνομα, όποιο φύλο και όποια ηλικία θέλει. Ευτυχώς, όμως, τα διαδικτυακά ίχνη – ακόμα κι αν τα μηνύματα διαγραφούν – δεν σβήνονται». Η έρευνα, συνεχίζει η έμπειρη αξιωματικός, ξεκινάει μετά από καταγγελία γονιών, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν ενημέρωσης από ξένες αρχές.

Η τεχνική του «grooming»

Οι δράστες εφαρμόζουν μεθοδικά το λεγόμενο «grooming» (αποπλάνηση). Ο δράστης συνήθως προσποιείται τον συνομήλικο και προσεγγίζει το θύμα. Επενδύει χρόνο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού. Από συνομιλίες δραστών – θυμάτων που έφτασαν στην ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα «αρπακτικά» αφιέρωσαν μέχρι και έξι μήνες για να εισβάλουν ως δήθεν φίλοι στις ζωές ανηλίκων, πριν αρχίσουν να έχουν απαιτήσεις.

Οι δράστες διαμορφώνουν την αίσθηση ότι είναι πάντα δίπλα στα παιδιά, τα κατανοούν και τα συμβουλεύουν. Μαθαίνουν αρχικά ποια είναι η οικογενειακή κατάστασή τους. Επειτα τα βεβαιώνουν πως ξέρουν να κρατούν τα μυστικά τους. Αυτά γίνονται τα εργαλεία των μελλοντικών εκβιασμών. Το μεγάλο όπλο των δραστών, όπως αποκαλύπτουν οι άνθρωποι του 13ου ορόφου της ΓΑΔΑ, είναι το αυτοπαρηγμένο υλικό, δηλαδή βίντεο και φωτογραφίες. Με τις πρώτες φωτογραφίες θα εκβιάσουν για δεύτερες και τρίτες. Πολλοί θα μείνουν εκεί, στο οπτικό υλικό, άλλοι θα επιδιώξουν συνάντηση.

«Οι συναντήσεις τρομάζουν τα παιδιά. Είναι το σημείο όπου τα περισσότερα μιλούν στους γονείς τους γιατί καταλαβαίνουν ότι κάτι έχουν κάνει λάθος», μας λέει ένας άλλος αστυνόμος Β’, τα στοιχεία του οποίου δεν παραθέτουμε γιατί έχει επιχειρησιακό ρόλο στο Τμήμα Διαδικτυακής Προστασίας Ανηλίκων.

Οι κακοποιητές της διπλανής πόρτας

Ποιοι είναι, όμως, οι δράστες; Δεν υπάρχουν κανόνες, ξεκαθαρίζουν από τη Δίωξη. Μπορεί να είναι ο καθένας. Μπορεί να είναι άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου, να έχουν οικογένειες, πολλές φορές και παιδιά.

Στο «φανερό» Διαδίκτυο τα πράγματα είναι πιο εύκολα για τις διωκτικές αρχές, αφού μόλις ανέβει υλικό παιδικής πορνογραφίας, γίνεται άμεσα αντιληπτό. Οι δράστες με τα κατάλληλα μέσα και την απαραίτητη εμπειρία καταφεύγουν στο «σκοτεινό Διαδίκτυο», εκεί όπου τα ίχνη εξαφανίζονται και η δουλειά της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος γίνεται δυσκολότερη.

Ο Τάσος Παπαθανασίου, υποδιευθυντής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος χαρακτηρίζει το dark web «παράλληλο σύμπαν»: «Για να έχει πρόσβαση κάποιος στο «σκοτεινό Διαδίκτυο» πρέπει να κατεβάσει ειδικό λογισμικό, κάτι που σημαίνει εξειδικευμένες γνώσεις. Δεν πρόκειται για ένα περιβάλλον Google. Δεν πρόκειται για μία μηχανή αναζήτησης, όπου ο χρήστης ψάχνει κάτι. Στο «σκοτεινό διαδίκτυο» ο χρήστης μπαίνει στοχευμένα για να βρει αυτό που θέλει. Πρόκειται για ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Το περιεχόμενο αλλάζει διαρκώς. Κάτι που υπάρχει σήμερα, αύριο δεν θα υπάρχει».

«Πρόσφατα γυναίκα είχε ανεβάσει φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας και τις διακινούσε έναντι αμοιβής. Οι πληρωμές γίνονταν με κρυπτονομίσματα για να χαθούν τα ίχνη. Καταφέραμε, όμως, και οδηγηθήκαμε σε αυτήν μέσω συντονισμένης επιχείρησης της Europol», λέει η Αιμιλία Δουκέλη. Και ένας συνάδελφός της εξηγεί πως στη βάση δεδομένων της Interpol υπάρχει υλικό που δεν είναι σαφές από ποια χώρα προέρχεται: «Σε τέτοιες περιπτώσεις, καλούμαστε να αξιοποιήσουμε το παραμικρό στοιχείο για να εντοπίσουμε τη χώρα και μετά τον δράστη. Αν υπάρχει ένα βιβλίο που φαίνεται στο πλάνο, πρέπει να δούμε σε ποια γλώσσα είναι γραμμένος ο τίτλος ή αν ακούσουμε έναν ήχο στο βάθος από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση κάνουμε το ίδιο. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε πρόσφατα πως ένα βίντεο «ανέβαινε» από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από τη Θεσσαλονίκη. Αμέσως κλιμάκιο της ΕΛ.ΑΣ. έφτασε στο σημείο. Ηταν μία γιαγιά από τη Βουλγαρία που εξέδιδε διαδικτυακά μέσω Skype τη δύο ετών εγγονή της και πληρωνόταν με κάρτα».