Οι περισσότερες από τις νέες ταινίες κινούνται στο επίπεδο του «απλώς συμπαθούς», τα δύο κινούμενα σχέδια τίθενται «εκτός συναγωνισμού» καθώς απευθύνονται σε συγκεκριμένο, παιδικό κοινό (το βελγογαλλικό «Ο Κοτολαγός και το Χάμστερ του σκότους» των Μπεν Στάσεν, Μπένζαμιν Μουσκέ και το ρωσικό «Finnick» του Ντένις Τσέρνοφ) και τελικά μια επανέκδοση της δεκαετίας του 1970 σε ολόφρεσκια κόπια 4Κ είναι εκείνη που ξεχωρίζει.

Κυρίως επειδή όπως αποδεικνύεται, η εν λόγω ταινία, «Τα σαγόνια του καρχαρία» (Jaws, 1975) του Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει καταφέρει να διατηρηθεί θαυμάσια στον χρόνο και προκαλεί σήμερα την ίδια… όρεξη που είχε προκαλέσει στην εποχή της όταν έσπαγε ταμεία. Η όρεξη βέβαια ήταν μεγαλύτερη του πραγματικού πρωταγωνιστή της, ενός τεράστιου λευκού καρχαρία, ο οποίος καταβροχθίζοντας κατοίκους και τουρίστες στη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ όπου η ιστορία της ταινίας τοποθετείται, προκαλεί τρόμο. Η προσπάθεια τριών ανδρών (Ρόι Σάιντερ, Ρίτσαρντ Ντρέιφους, Ρόμπερτ Σο) να τον αντιμετωπίσουν μέσα σε ένα σκάφος-καρυδότσουφλο διατρέχει το μισό της ταινίας και ακόμα και σήμερα μπορεί να σε κάνει να αναπηδήσεις από φόβο στο κάθισμά σου. Η εισαγωγή αυτής της ταινίας, η πρώτη επίθεση του καρχαρία (χωρίς να τον βλέπουμε) στα νερά της πόλης, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές που έχουν καταγραφεί ποτέ στο σελιλόιντ, ενώ η μουσική του Τζον Γουίλιαμς αρμόζει πέρα για πέρα με το σασπένς και ακόμα και σήμερα σιγοψιθυρίζεται. Ενα must για όλες τις εποχές και σίγουρα μία από τις καλύτερες ταινίες του δημιουργού της, που μέσω αυτής μπήκε στον χάρτη των σημαντικότερων σκηνοθετών του αμερικανικού σινεμά των τελευταίων 45 χρόνων. Μάλιστα, ο Σπίλμπεργκ δεν υπήρξε ο ίδιος υποψήφιος για το Οσκαρ σκηνοθεσίας παρότι η ταινία είχε προταθεί για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, κερδίζοντας τελικά σε τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες για τις οποίες ήταν υποψήφια: ήχου, μοντάζ και βεβαίως, μουσικής.

Bullying στα σχολεία

Εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει τις πολύ καλές προθέσεις των δημιουργών της ταινίας «Στην αυλή του σχολείου» (Playground, Βέλγιο, 2022). Εστιάζοντας στην ιστορία δύο παιδιών, της Νόρα (Μάγια Βάντερμπερκ) και του μεγαλύτερού της αδελφού Αμπέλ (Γκούντερ Ντουρέ), η σκηνοθέτρια Λορά Βαντέλ (ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία) ενδιαφέρεται κυρίως για την άσκηση κριτικής απέναντι σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που το τελευταίο για το οποίο ενδιαφέρεται, είναι η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το προαύλιο του σχολείου, στο οποίο είναι γυρισμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της η ταινία, μοιάζει με προαύλιο φυλακής, ενώ η ταλαιπωρία που επί μιάμιση ώρα βλέπουμε να υφίστανται τα δύο αδέλφια από κάποιους συμμαθητές τους, αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Τα πετάνε μέσα στον κάδο απορριμμάτων, βάζουν το κεφάλι τους στον καμπινέ και τραβούν το καζανάκι, τα κτυπούν έως λιποθυμίας κ.ο.κ. Σίγουρα μια τέτοια αγριότητα ακόμα και σήμερα μπορεί να υπάρξει, ενώ ο στόχος της Βαντέλ είναι επίσης να δείξει πόσο «μεταδοτική» αυτή η αγριότητα μπορεί να γίνει. Ωστόσο, παρά τη θαυμάσια παρουσία των δύο παιδιών και τις επιρροές της Βαντέλ από το σινεμά των συμπατριωτών της αδελφών Νταρντέν, θα ήμουν ψεύτης αν δεν παραδεχόμουν ότι από κάποια στιγμή και μετά η μονοτονία άρχισε να κυριεύει, ενώ η ιδέα όλη η ταινία να είναι «ειπωμένη» μέσα από τη ματιά της Νόρα με τα γκρο πλαν της να γεμίζουν συνεχώς την οθόνη δεν είναι ένα σύστημα που με κέρδισε απολύτως, όπως δεν με είχε απολύτως κερδίσει στην ταινία «Ο τυφλός που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό» του Φινλανδού Τέεμου Νίκι όπου όλη η ταινία ήταν το κεφάλι και οι εκφράσεις ενός παράλυτου και τυφλού άνδρα. Ωστόσο, το «Στην αυλή του σχολείου» είναι μια ταινία που καλό θα ήταν να έχουν υπόψη τους όλοι οι εκπαιδευτικοί.

Haute Couture και νοικοκυριό

Εκτιμώ απεριόριστα τη βρετανίδα ηθοποιό Λέσλι Μάνβιλ που είχε παίξει με τόση διαύγεια την αυστηρή αδελφή του Ντάνιελ Ντέι Λούις στην «Αόρατη κλωστή» (2017), κερδίζοντας μάλιστα τη μοναδική ως σήμερα υποψηφιότητά της στα Οσκαρ (β’ ρόλου). Και η Μάνβιλ ήταν τελικά ένας από τους λίγους λόγους που άξιζε να δω την κατά τα άλλα χλιαρή δραματική κομεντί του Αντονι Φάμπιαν «Η κυρία Χάρις πάει στο Παρίσι» (Mrs. Harris Goes to Paris, διεθνής συμπαραγωγή, 2022) στην οποία η ηθοποιός υποδύεται μια κακοπληρωμένη οικιακή βοηθό του Λονδίνου εν έτει 1957, που θα κάνει το όνειρό της πραγματικότητα βιώνοντας από πρώτο χέρι τον κόσμο της υψηλής ραπτικής και του Κριστιάν Ντιόρ στο Παρίσι. Ως ταινία βλέπεται ευχάριστα, αλλά δεν έχει καμία έκπληξη πέρα ίσως από τη σχεδόν guest εμφάνιση της Ιζαμπέλ Ιπέρ που υποδύεται τη σνομπ διευθύντρια του οίκου Ντιόρ και κλέβει, όπως μόνο αυτή μπορεί να το κάνει, την παράσταση.

Μπασταρδεμένο βαμπίρ

Είναι τόσο εκφυλισμένος πλέον ο μύθος του Βρικόλακα που οι σεναριογράφοι φαίνεται ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να στραγγίξουν από τη μύγα ξίγκι όπως ακριβώς συμβαίνει με την «Πρόσκληση» («The invitation», ΗΠΑ/ Ουγγαρία, 2022). Στην κυριολεκτικά απίστευτης σύλληψης αυτή ταινία, μια πανέμορφη Αμερικανίδα (Νάταλι Εμάνιουελ) μαθαίνει ότι κάποιος από τους προπαππούδες της ήταν Αγγλος και δέχεται από τον εντελώς άγνωστο (Χιου Σκίνερ), που της έχει παρουσιαστεί ως μακρινός συγγενής, να τον ακολουθήσει στην Αγγλία για να παραστεί στον… γάμο ενός άλλου, πάμπλουτου τύπου (Τόμας Ντόερτι) ο οποίος τελικά κάτι ύποπτο κρύβει. Σιγά μη δεν έκρυβε δηλαδή. Παραβλέπω το γεγονός ότι ακόμα και ο πιο ορεξάτος για περιπέτεια στη μίζερη ζωή του δεν θα παρασυρόταν έτσι εύκολα στο να αφήσει τα πάντα πίσω του για ένα ταξίδι που ούτως ή άλλως τού προκαλεί καχυποψία. Προσπαθήστε απλώς να αποκρυσταλλώσετε όλα τα παραπάνω σε εικόνες και θα βρεθείτε μπροστά σε μια αστεία γκόθικ θρίλερ σαπουνόπερα τόσο προχειρογραμμένη αλλά και αφελή, που τελικά σε προκαλεί να καθίσεις να δεις πού θα καταλήξει μια πρόσκληση που δεν θα έπρεπε να έχεις δεχθεί.

Παιδιά του Τσερνόμπιλ

Η ανθρωπιστική προσέγγιση και οι ρίζες των αληθινών συμβάντων πίσω από το σενάριο της ταινίας «Ενας μεταφραστής» (Un traductor, 2021) των Ροντρίγκο και Σεμπαστιάν Μπαριούσο σε κάνουν προς στιγμήν να ξεχνάς τον δυσβάσταχτο περιβάλλοντα νοσοκομειακό χώρο της στην Κούβα, εκεί όπου ένας ντόπιος καθηγητής με γνώσεις ρωσικής (Ροντρίγκο Σαντόρο) καλείται μαζί με μερικούς συναδέλφους του να παίξει τον ρόλο του μεταφραστή θυμάτων του Τσερνόμπιλ που έπασχαν από ασθένειες σχετικές με τη ραδιενεργή ακτινοβολία. Πολλά θύματα αυτής της ανομολόγητης τραγωδίας του 1986 στη Ρωσία στάλθηκαν για νοσηλεία στην Κούβα και με αφετηρία το 1990, για σχεδόν 25 χρόνια, η χώρα παρείχε δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε πάνω από 24.000 παιδιά ηλικίας 5 έως 15 ετών. Το πρόγραμμα ονομάστηκε «Τα Παιδιά του Τσερνόμπιλ» και οι δύο σκηνοθέτες το τιμούν με ευγένεια.

* Προβάλλεται επίσης το ντοκιμαντέρ «Μεσόγειος – Πολιορκημένη Θάλασσα» (Γαλλία/ Ιταλία/ Αυστρία/ Ελλάδα, 2021) του Φρεντερίκ Φουζεά, που στόχο έχει να ενημερώσει για τους κινδύνους που απειλούν τη Μεσόγειο, προτείνοντας λύσεις για την προστασία της. Με αυτή την ταινία τo CineDoc εγκαινιάζει τη νέα σεζόν στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος.