Η Ιστορία απεχθάνεται τις συγκρίσεις, αλλά ευνοεί τους συσχετισμούς. Δεν είναι καν το μεγάλο βιβλίο απ’ το οποίο αντλούμε μαθήματα, έτοιμα να εφαρμοστούν ανά εποχή, καθ’ υπόδειξη ενός ακατάσχετου αναχρονισμού. Δεν μπορούμε να μπαίνουμε δύο φορές στο ορμητικό της ποτάμι ούτε να επιχειρούμε κοπτοραπτική πάνω στο πατρόν με τα διδάγματά της.

Μπορούμε όμως να την αναλύουμε με τη χειρουργική μέθοδο της επιστήμης διατηρώντας ανοιχτά τα περάσματα της συναισθηματικής νοημοσύνης. Με την άδεια της επιστημονικής φαντασίας, το πλησιέστερο όχημα που διαθέτουμε είναι μια χρονομηχανή σε διαρκή παλινδρομική κίνηση. Επιχειρούμε κάθε φορά τη ριψοκίνδυνη «ονομάτων επίσκεψι» για να αντικρίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τις εικόνες που πάγωσε ο χρόνος.

Η πανδημία του 2020 δεν αντικατοπτρίζεται στον λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ. Παρά την υπερανάλυση των ημερών, δεν χρειάζεται να αντλήσουμε ομοιότητες ή να αποστάξουμε το αρχαίο κείμενο για να το φέρουμε στην εποχή μας. Η εξιστόρηση του Θουκυδίδη στέκει ως το μεγάλο αφήγημα σε μια εποχή κρίσης. Αναζητά αιτίες απέναντι σε μιαν «αόρατη απειλή».

Καταγράφει τα ψυχικά αποθέματα των ασθενών, αλλά και τη γενική κατάπτωση. Σαγηνεύει με την γκροτέσκα διάσταση, όπως και η σημερινή συνθήκη. Δεν υπάρχουν ίσως πιο σπαρακτικές σελίδες μέσα στην «Ιστορία» του Θουκυδίδη από την περιγραφή του λοιμού, μαζί με εκείνες για την εξόντωση των στρατιωτών του Νικία στον ποταμό Ασσίναρο της Σικελίας.

Η Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. είναι η υπερδύναμη που μπορεί να οχυρώνει τον Πειραιά απέναντι στα εχθρικά πλοία, ενώ οι Σπαρτιάτες του Αρχίδαμου λεηλατούν την αττική γη, στον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Δεν μπορεί όμως να οχυρωθεί απέναντι στα μικρόβια και στην απρόσμενη εισβολή τους. «Το 430 και το 429 ξέσπασε ένας άγριος, άνευ προηγουμένου λοιμός. Υστερα από μια κάμψη, επανεμφανίστηκε το 427 και, πριν ολοκληρώσει τον κύκλο του, σκότωσε το ένα τρίτο των κατοίκων.

Επειδή όλος ο πληθυσμός της Αττικής συνωστιζόταν στην περιοχή εντός των τειχών, ήταν ιδιαίτερα σφοδρός» (Ντόναλντ Κέιγκαν, «Θουκυδίδης – Ο αναμορφωτής της Ιστορίας», εκδ. Ωκεανίδα, 2011). Οι θεωρίες που πέρασαν σταδιακά στην ιστοριογραφία «περιλαμβάνουν τον τύφο, το τοξικό σοκ, την τουλαραιμία, την ευλογιά, την ιλαρά, τον ιό Εμπολα, την οστρακιά, τον ιογενή αιμορραγικό πυρετό, τον δάγγειο πυρετό, την οξεία γρίπη, έναν συνδυασμό ασθενειών ή κάτι τελείως διαφορετικό. Σήμερα φαίνεται πιθανό πως επρόκειτο για τυφοειδή πυρετό», σημειώνει η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών και Ιστορίας Τζένιφερ Ρόμπερτς στο «Αθήνα εναντίον Σπάρτης» (εκδ. Ψυχογιός, 2019).

Η επέλαση της νόσου – για την οποία ο Θουκυδίδης αναπαράγει την προφανώς διαδεδομένη εκδοχή ότι προήλθε από την Αιθιοπία και την Αίγυπτο – ήταν η επέλαση ενός «αόρατου εχθρού», με αδιευκρίνιστα αίτια.

Οι περιγραφές του ιστορικού, ο οποίος προσβλήθηκε από τον λοιμό και θεραπεύτηκε, ξεκινούν ακριβώς από την αναμέτρηση με το απρόσμενο, έννοια που είχε απασχολήσει τους φιλοσόφους και τους τραγικούς: «Ούτε οι γιατροί ήσαν σε θέση να κάνουν κάτι, αφού αγνοούσαν τη φύση της αρρώστιας που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν, απεναντίας αυτοί προπαντός πέθαιναν επειδή αυτοί προπαντός έρχονταν σε επαφή με τους αρρώστους, ούτε άλλη καμία ανθρώπινη τέχνη» («Θουκυδίδη Ιστορία», εκδ. Πόλις, 2011, στην έγκυρη μετάφραση του Ν.Μ. Σκουτερόπουλου).

Και αλλού: «Καθένας τώρα, γιατρός ή αδαής, μπορεί να λέει ό,τι σκέπτεται σχετικά με αυτό, από τι δηλαδή είναι πιθανό να προήλθε, επίσης να προσδιορίζει τις αιτίες που κατά τη γνώμη του έχουν τη δύναμη να επενεργούν τόσο εις βάθος στη φύση… Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι από έλλειψη φροντίδας και άλλοι παρά τη μεγάλη περιποίηση που είχαν. Φάρμακο, για το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι δίνοντάς το στον άρρωστο θα τον βοηθούσε, δεν βρέθηκε ούτε ένα· το ίδιο γιατρικό, που έκανε καλό στον ένα, τον άλλο τον έβλαπτε. Καμία κράση, ισχυρή ή ασθενική, δεν αποδείχτηκε ικανή να αντισταθεί στην αρρώστια αλλά τους θέριζε όλους, ακόμη και όσους νοσηλεύονταν με κάθε ιατρική φροντίδα».

Μηδενισμός και κατάθλιψη

Είναι ο λοιμός που σάρωσε τις πεποιθήσεις των Αθηναίων ανατρέποντας το αίσθημα ασφάλειας ή πίστης στον αγώνα κατά της Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οδήγησε τους ανθρώπους στον μηδενισμό, κυρίως επειδή οι επικλήσεις των θεών παρέμεναν… ανεπίδοτες: «Και τα ιερά όπου είχαν κατασκηνώσει ήσαν γεμάτα πτώματα, αφού οι άνθρωποι πέθαιναν εκεί.

Διότι με τις διαστάσεις που είχε πάρει το κακό, οι άνθρωποι, στην απόγνωσή τους, αδιαφορούσαν για τα ιερά και τα όσια. Και τα έθιμα που τηρούσαν ως τότε κατά την ταφή των νεκρών καταπατήθηκαν όλα, και τους έθαβαν όπως καθένας μπορούσε» («Ιστορία», Β52). Στο επίκεντρο αυτών των ανατροπών ο ιστορικός, ένας καταδικασμένος σε θάνατο που δραπέτευσε, τοποθετεί την ψυχική υγεία των συμπολιτών του: «Το φοβερότερο απ’ όλα σε τούτο το κακό ήταν η κατάθλιψη, όταν καταλάβαινε κανείς ότι αρρώστησε (γιατί τους έπιανε αμέσως απελπισία, παραδίνονταν και δεν αντιστέκονταν) και το ότι, επειδή κολλούσαν την αρρώστια ο ένας από τον άλλο καθώς περιποιούνταν κάποιον, πέθαιναν αράδα σαν πρόβατα· κι αυτό ήταν το πιο ολέθριο.

Επειδή φοβούνταν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, οι άρρωστοι ή χάνονταν αβοήθητοι, και σπίτια πολλά ερημώθηκαν αφού δεν υπήρχε κανένας να τους περιποιηθεί, ή πάλι, εάν πλησίαζαν, πέθαιναν, προπαντός όσοι ήθελαν να φανούν κάπως γενναίοι. Από φιλότιμο έμπαιναν στα σπίτια αρρώστων φίλων χωρίς να λογαριάζουν τον εαυτό τους, γιατί στο τέλος ακόμη και οι δικοί τους, αποκαμωμένοι από τη συμφορά, παρατούσαν τα μοιρολόγια γι’ αυτούς που πέθαιναν» (Β 51, 4). Για έναν ανατόμο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αλλαγή των ηθών δεν θα μπορούσε να λείψει από την καταγραφή που αφήνει κτήμα ες αεί.

Η καθολική παραβίαση των εθίμων συμβαδίζει με την αχαλίνωτη παράδοση στις απολαύσεις απ’ όσους αισθάνονταν ότι είχαν υποστεί θανατική καταδίκη: «Από άλλες απόψεις ο λοιμός έγινε αφορμή για μεγαλύτερη ανομία στην πόλη. Ευκολότερα δηλαδή αποτολμούσε κανείς πράγματα που πρωτύτερα απέφευγε να κάνει κατά τις ορέξεις του, διότι έβλεπαν τώρα πόσο απότομα ήσαν τα γυρίσματα της τύχης… Αποφάσιζαν έτσι να χαρούν τη ζωή τους και να την απολαύσουν γρήγορα, πιστεύοντας ότι και τα σώματα και τα χρήματα ήσαν εξίσου εφήμερα…

Η απόλαυση της στιγμής και ό,τι κατά οποιονδήποτε τρόπο συντείνει σε αυτήν θεωρήθηκε καλό και χρήσιμο. Κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε» (Β 53).

Η δεισιδαιμονία ερμήνευε περισσότερα απ’ όσα άντεχε η λογική (εδώ, ομολογουμένως, ίσως ανακαλύψει κανείς ομοιότητες με τα σημερινά κίτρινα πρωτοσέλιδα): Οι πρώτοι που προσβλήθηκαν ήταν στον Πειραιά, γεγονός που φούντωσε τη φημολογία ότι είχαν ρίξει δηλητήριο στα πηγάδια οι Πελοποννήσιοι.

Οι γηραιότεροι Αθηναίοι, εξάλλου, θυμήθηκαν έναν χρησμό από το παρελθόν που έλεγε: «Πόλεμος θα ‘ρθει δωρικός και λοιμικό μαζί του». Σε πείσμα μάλιστα μιας άλλης ανάμνησης ότι η «προφητεία» έκανε λόγο για λιμό. Είναι η στιγμή που ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνει την ιδιοφυΐα του περνώντας στην κλινική αφήγηση μια καίρια παρατήρηση: «Γιατί οι άνθρωποι προσάρμοζαν τη μνήμη τους σε αυτά που υπέφεραν». Εριχναν μάλιστα το ανάθεμα στον «ασεβή» Περικλή και στη στρατηγική του για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τονίζοντας ότι ο λοιμός δεν είχε προσβάλει τους Σπαρτιάτες. Αλλοι πρόβαλαν πιο αληθοφανείς αιτιάσεις κατηγορώντας τον ηγέτη τους – ο οποίος θα υποκύψει στη νόσο με βασανιστικό τρόπο – ότι μάντρωσε τους Αθηναίους από την εξοχή μέσα στα τείχη, έτσι ώστε το καλοκαίρι να συνωστίζονται σε παραπήγματα και αποπνικτικά αντίσκηνα.

Μεταπτώσεις 

Κι όμως, το ανάθεμα κράτησε λίγους μήνες. Τον Σεπτέμβριο του 430 π.Χ. οι Αθηναίοι έπαυσαν τον Περικλή από το αξίωμα του στρατηγού για να τον δικάσουν με την κατηγορία της κατάχρησης. Την επόμενη άνοιξη του έδωσαν το ίδιο αξίωμα. Ο Θουκυδίδης δίνει μια εξήγηση για τη μεταστροφή της κοινής γνώμης: «Οπως συνηθίζει να κάνει ο λαός, τον εξέλεξαν στρατηγό και του ανέθεσαν τα πάντα, διότι πια έγιναν και οι ίδιοι λιγότερο ευαίσθητοι σχετικά με τα ατομικά τους δεινά, επίσης επειδή τον θεωρούσαν τον πιο άξιο για εκείνα που χρειαζόταν η πόλη ως σύνολο» (Β, 65.4).

Ο κόσμος ερχόταν ανάποδα, η σχέση με τους θεούς εκφυλιζόταν, το κέντρο του ορθολογισμού δεν άντεχε. Στην ιστορία των ιδεών η φιλοσοφία του Χρυσού Αιώνα ετοιμαζόταν να παραδώσει τη σκυτάλη στον Δημόκριτο, στον Αριστοτέλη, αργότερα στον Επίκουρο, για να αναπτύξουν τη θεωρία περί τυχαιότητας. Κάτω από την ίδια έννοια («τύχη») ο Θουκυδίδης είχε συγκεντρώσει μέσα στην «ξυγγραφή» του τους απρόβλεπτους παράγοντες που διαταράσσουν την ανθρώπινη περιπέτεια.

Ελάχιστα χωρία πριν από την περιγραφή του λοιμού, έχει παραθέσει ένα από τα αρτιότερα δείγματα ρητορικής. Μοιάζει μάλιστα με ειρωνεία, με αντεστραμμένο καθρέφτη, ότι στον Επιτάφιο του Περικλή η Αθήνα παρουσιάζεται ως το υπόδειγμα της ευνομούμενης πολιτείας. Λίγο πριν περιγράψει τον εφιάλτη μιας πόλης που αδυνατεί να θάψει τους νεκρούς της, περιγράφει μια πόλη που έδινε σημασία στην ταφή των νεκρών – όπως αποδείκνυε η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή – και επιστέγαζε τις τελετές της με την ομιλία ενός επιφανούς Αθηναίου.

Λίγο πριν υποδείξει την αύξηση της παρανομίας λόγω της επιδημικής κρίσης αναδεικνύει ως κυρίαρχο θέμα την ατομική ελευθερία και την πολιτική συμμετοχή. Γι’ αυτό και ο Leo Strauss ερμηνεύει αυτή τη συνέχεια από τον Επιτάφιο στον λοιμό ως «μια περιεκτική διδασκαλία» («The city and the man», 1964). Ο παλιός εαυτός απογυμνώνεται, αποδέχεται ή αντιστέκεται στο απρόσμενο, για να το εσωτερικεύσει μέσα από τη διαδικασία του πένθους.