Χάταϊ. Μια τουρκική περιφέρεια που κυριολεκτικά στον χάρτη δείχνει να «εισβάλλει» στη Συρία. Η ώρα είναι περίπου 6 το απόγευμα και το πούλμαν πλησιάζει στη δομή φιλοξενίας προσφύγων του Μποϊνούγιογουν, στην περιοχή Αλτίνοζου της Αντιόχειας. Και όσο και αν η συγκεκριμένη περιοχή, αυτή τη φορά, δεν είναι μέρος του θεάτρου του πολέμου, ωστόσο και στην Τουρκία κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η εισβολή στη Συρία δεν είναι το βασικό θέμα συζήτησης. Αλλωστε η περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το Χαλέπι ακόμη δεν έχει σβήσει τις μνήμες από την έναρξη των συγκρούσεων στη Συρία πριν από μερικά χρόνια, με τους δεκάδες χιλιάδες απελπισμένους πρόσφυγες να περνούν τα σύνορα, προσπαθώντας να σώσουν ό,τι τους είχε απομείνει. Ολα τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων – ακόμη και στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης – παίζουν τις εξελίξεις της τουρκικής επιχείρησης στη Βόρεια Συρία, μεταδίδουν αναλύσεις και στόχος είναι φυσικά η τόνωση του ηθικού, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να πει ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται κατά μήκος των συνόρων, και όχι μόνο, δεν αγωνιούν για την επόμενη μέρα.

Η δομή φιλοξενίας στο Μποϊνούγιογουν χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο προσφυγικό camp από τα 27 που υπάρχουν στη χώρα, τόσο σε επίπεδο δομών όσο και δραστηριοτήτων. Πρόσφατα μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που διέμεναν εκεί αποχώρησε για να ζήσουν εκτός δομής. Ως εκ τούτου, από τα 10.000 άτομα που φιλοξενούσε ο συγκεκριμένος καταυλισμός, πλέον μετρά 2.678 πρόσφυγες, εκ των οποίων οι 1.400 ανήλικοι, κάτι που κάνει και την εικόνα σαφώς πιο ελκυστική και την κατάσταση εξαιρετικά πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Ο καταυλισμός είναι αναμφίβολα η «βιτρίνα» των τουρκικών προσφυγικών δομών και αυτό δεν το αρνούνται ούτε οι υπεύθυνοι, που αναφέρουν ωστόσο ότι και στα άλλα camp οι διαφορές δεν είναι πολύ μεγάλες.

Πώς λειτουργεί. Οσο όμως κι αν «γυαλίζει» ο καταυλισμός του Μποϊνούγιογουν, δεν μπορεί να καταφέρει να σβήσει τη θλίψη από τα μάτια των παιδιών. Τη θλίψη που χάραξε ο πόλεμος, αλλάζοντας τον κόσμο του. Στη δομή μάς ξεναγεί ο Μεχμέτ Χαλίτ Οζμπέκ, υπάρχει σχολείο, κλινικές, κοντέινερ, που αντικατέστησαν τις σκηνές, σουπερμάρκετ, χώροι δημιουργικής απασχόλησης ενηλίκων και ανηλίκων, γίνονται μαθήματα μουσικής, χειροτεχνίας. Μας εξηγεί ότι οι άνθρωποι που ζουν στη δομή μπορούν με το δακτυλικό τους αποτύπωμα να βγαίνουν και να επιστρέφουν ό,τι ώρα θέλουν, από τις 6 π.μ. έως τις 11 μ.μ. Λαμβάνουν 100 τουρκικές λίρες τον μήνα ο καθένας για τρόφιμα, ανεξαρτήτως ηλικίας, και αν επιθυμούν μπορούν να αναζητήσουν την τύχη τους και εκτός καταυλισμού, αναζητώντας δουλειά, σπίτι και μια πιο κανονική ζωή, όσο αυτό είναι δυνατό, και να συνεχίσουν να λαμβάνουν βοήθημα 120 λιρών κατ’ άτομο. Οι γυναίκες που απασχολούνται στη χειροτεχνία κεντούν ρούχα και νυφικά, φτιάχνουν υφαντά και κερδίζουν 1.000 λίρες τον μήνα, όπως μας λένε, που τους επιτρέπουν να βελτιώνουν τη ζωή τους. Η Τουρκία στην πραγματικότητα προσπαθεί να δείξει καλό πρόσωπο, μπροστά στα  κονδύλια που δαπανώνται στη διαχείριση του Προσφυγικού.

Ζητάω να κάνω μια βόλτα και να μιλήσω με τον κόσμο που ζει εκεί. Μου απαντούν θετικά, με μια υπόμνηση, να μην παραποιήσω όσα ακούσω…

«Θέλουμε ειρήνη». Η Ντιμ είναι 11 χρόνων. Την ώρα που τη βρίσκω έχει μόλις τελειώσει το μάθημα στο Κοράνι. Μιλάει τουρκικά, ζει στον καταυλισμό σχεδόν οκτώ χρόνια. Ρωτάω αν της αρέσει εκεί. Η απάντηση είναι θετική. Αλλά τα μάτια της βουρκώνουν. Οπως μου λένε, ο πατέρας της πέθανε στον πόλεμο πριν έρθουν στον καταυλισμό και ζει με τη μητέρα και τα αδέρφια της. Θα γνωρίσω και μία από τις δασκάλες. Χήρα του πολέμου κι αυτή, επτά χρόνια στη δομή, με τρία παιδιά. «Είμαστε ευγνώμονες στην Τουρκία που μας δέχτηκε» μου λέει. «Θες να γυρίσεις πίσω;» ρωτάω. «Θέλω να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσουμε όλοι πίσω» μου απαντάει. Οι ίδιες απαντήσεις παντού. Από τα παιδιά τριών χρόνων, που ίσως δεν έχουν γνωρίσει ή δεν θυμούνται άλλο σπίτι, μέχρι τους ηλικιωμένους. «Θέλουμε ειρήνη και να γυρίσουμε πίσω». Ρωτάω αν ανησυχούν με όσα συμβαίνουν μετά την τουρκική επιχείρηση στη Συρία. Η απάντηση είναι ίδια: «Ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει». Κατηγορίες για το ποιος φταίει δεν υπάρχουν. Υπάρχει πάντα η ίδια βουβή κραυγή. Αυτή που φωνάζει το βλέμμα κάθε πρόσφυγα, έστω και με κλειστό στόμα: «Θέλω να γυρίσω σπίτι μου»…

Φεύγοντας νιώθω ότι όση «ελευθερία» κι αν έχει αυτός ο καταυλισμός, η αίσθηση του «περιορισμού» κυριαρχεί. «Σαφώς» μου απαντάει ο διευθυντής, πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχει έλεγχος. Επί τη ευκαιρία εξηγεί και πώς επιχειρείται να αποκλειστούν τα μέλη του ISIS. Ο έλεγχος εναπόκειται στις μυστικές υπηρεσίες που ξεσκονίζουν όσους μπαίνουν μέσα. Και για όσο μένουν εκεί. Από ιστορικό μέχρι μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτό που κρατάω στη διαδρομή είναι τα δάκρυα της Ντιμ, που δεν κύλησαν αλλά κραύγασαν σε μια εκκωφαντική σιωπή, ότι ένα camp ποτέ δεν είναι μέρος για να μεγαλώνει ένα παιδί.