Μετά τους πολύ πετυχημένους «Αστερισμούς», ο Μάκης Παπαδημητρίου καταπιάνεται με ένα ακόμα έργο του «τρομερού παιδιού» του βρετανικού θεάτρου, Νικ Πέιν.

Έτσι παρουσιάζει την παράσταση «Αν υπάρχει, δεν το’ χω βρει ακόμα» στο Θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7, Τηλ. 210-3221.579, είσοδος 10-22 ευρώ).  Πρωταγωνιστούν οι Μάκης Παπαδημητρίου, Μαρία Λεκάκη, Αγγελική Γρηγοροπούλου και Δημήτρης Πασσάς.

Ο Τζορτζ είναι ένας περιβαλλοντολόγος, εμμονικός με την υπερθέρμανση του πλανήτη που έχει απορροφηθεί τόσο με την οικολογική καταστροφή και το έργο διάσωσής της, που παραμελεί την οικογένειά του και κινδυνεύει να τη χάσει.

Η Φιόνα είναι η γυναίκα του, μια καθηγήτρια, κουρασμένη από την καθημερινότητα που ανακαλύπτει ότι η κόρη της πέφτει θύμα εκφοβισμού (bullying).

Η Άννα είναι η κόρη τους, ένα υπέρβαρο έφηβο κορίτσι, θύμα bullying στο σχολείο της, που αντιδρά στον εκφοβισμό κι αποβάλλεται για δύο εβδομάδες.

O Τέρι είναι ο μικρός αδερφός του Τζορτζ, ένας περιπλανώμενος ‘άσωτος υιός’, ο μόνος άνθρωπος, ωστόσο, που δείχνει αληθινό ενδιαφέρον για το θλιμμένο κορίτσι.

Αυτά τα τέσσερα πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές της «ακατάστατης», αξιαγάπητης κωμωδίας που θέτει πολλά ερωτήματα και βάζει στο μικροσκόπιο την πά́λη με την ερώτηση για το αν η δική μας ζωή́ αξίζει περισσότερο από κάποια άλλη για να διασωθεί ή ό́χι.

Το «Αν υπάρχει, δεν το ‘χω βρει ακόμα» είναι ένα αστείο, τρυφερό, συγκινητικό, καυστικό και αφοπλιστικά ειλικρινές έργο για μια σύγχρονη οικογένεια που προσπαθεί να γίνει και πάλι… οικογένεια και να επιβιώσει.

Ο Νικ Πέιν, γνωστός για τη γεμάτη συναίσθημα γραφή, τους εύγλωττα ελλειπτικούς διαλόγους και την αιχμηρή συμπόνια του, έχει την καταπληκτική ικανότητά να «μπλέκει» τον μικρόκοσμο με το σύμπαν, φέρνοντας στο φως πώς η κατάσταση του πλανήτη και η κατάσταση μιας οικογένειας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και καθορίζουν η μία την άλλη.

Ο Δημήτρης Πασσάς μιλάει στα «Νέα» για το ρόλο του και τους προβληματισμούς που εντοπίζει στην παράσταση.

1. Πώς χειρίζεστε την αντίφαση του ρόλου που από τη μία είναι άσωτος αλλά από την άλλη δείχνει μια πιο ευαίσθητη πλευρά στην αντιμετώπιση της αδερφής του;

Δεν βρίσκω κάποια αντίφαση. Πραγματεύομαι την ιστορία ενός αντισυμβατικού, ευαίσθητου ανθρώπου. Στα μάτια των άλλων μπορεί να φαίνεται άσωτος, όντως. Αλλά ‘τίποτα δεν είναι από μόνο του καλό ή κακό – η σκέψη μας το κάνει να είναι’, λέει ο Σαίξπηρ. Κάνω λοιπόν ένα βήμα πίσω και προσπαθώ να μην βάλω ταμπέλα στον ήρωα: αν το κάνω αυτό, θα το κάνουν αναπόφευκτα και οι άλλοι, εντός και εκτός σκηνής. Ακόμα κι όταν βρίσκω μεγάλες τις συναισθηματικές αποστάσεις που καλύπτει, σκέφτομαι πόσο φυσιολογικό είναι αυτό, πόσο ανθρώπινο’ και δεν προσπαθώ να το εξηγήσω, αλλά να το αφήσω να φανεί, σύμφωνα με την εξέλιξη αυτού του πολύ ωραίου έργου. Όσο για την σχέση με την ανιψιά του, (σημειώστε ότι πρόκειται για την ανιψιά του, όχι για την αδερφή του), ο ‘Τέρι’ την αντιμετωπίζει σαν μια δυσανάλογη προβολή του δικού του, δύσκολου παρελθόντος και, ενδεχομένως, ασχολούμενος μαζί της κάνει ένα βήμα προς την ουσιαστική ενηλικίωσή του.

2. Πώς το έργο αναδεικνύει πολύ σύγχρονους προβληματισμούς όπως οι σχέσεις μέσα σε μια οικογένεια;

Το πετυχαίνει ακριβώς αποφεύγοντας να τους αναδείξει σε πρώτο πλάνο. Δημιουργούνται στη σκηνή μικρές απλές στιγμές, φωτίζονται φαινομενικά αδιάφορες λεπτομέρειες, που για λίγο αφήνουν τα πράγματα ‘στον αέρα’. Και χωρίς να το καταλάβεις, την ώρα που σκέφτεσαι π.χ. ‘τι θα φάμε αύριο’, αναρωτιέσαι ‘τι είναι αυτό που ψάχνω’… Κατ’ έναν τρόπο, μελετώντας το έργο έρχεται στο μυαλό μου συχνά μια αραβική, νομίζω, παροιμία: ‘ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες’. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το έργο του Nick Payne (όπως και άλλα έργα του, π.χ. ‘Αστερισμοί’) σχετίζεται πολύ με την διαστολή των μικρών στιγμών. Δεν είναι τα ‘μεγάλα’, καθώς τα λέμε, ζητήματα, που πρέπει να μας προβληματίζουν, αλλά οι ασυνείδητες, ‘μικρές’ στιγμές. Οι μικρές διασταυρώσεις.

3. Τελικά, αξίζει να σωθούμε αν δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε;

Η έννοια της σωτηρίας έχει πολλά παρακλάδια, μεγάλο περιθώριο παρεξηγήσεων. Θα επικεντρωθώ μόνο στη βιολογική έννοια, στο αν θα επιβιώσει το είδος μας, που κατά τη γνώμη μου είναι άρρηκτα δεμένη και με οποιαδήποτε άλλη, ‘πνευματική’, ‘θρησκευτική’, πείτε την όπως επιθυμείτε. Η ανθρωπολογία μας έχει δείξει ότι αυτό που λέμε ‘είδος’ είναι απλώς και μόνο ένα στιγμιότυπο μιας αλυσίδας αλλαγών. Θα αλλάξουμε λοιπόν. Δεν είναι στο χέρι μας. Είναι στο DNA μας, εκατομμύρια χρόνια. Κι αν αλλάξουμε με τον κατάλληλο τρόπο, θα σωθούμε. Κι αν χρειαστεί να εξαφανιστούμε σαν ένα παρακλάδι της εξέλιξης, όπως ο homo erectus, θα το κάνουμε αποχωρώντας ταπεινά ‘σαν ηθοποιός / που όταν η παράστασις τελειώσει, / αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται’.