Tι είδε ο φοιτητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης στην Αθήνα του 2018; Μήπως τη βιομηχανία του εμφιαλωμένου νερού; Τον τρόπο που ο διεθνής Τύπος αντιμετωπίζει την κρίση; Τις στολές που φορούν οι άνθρωποι της πόλης ή μήπως τον ενδιέφερε να κρυφακούσει τι μπορεί να λένε οι παρέες στα καφέ; Την απάντηση δίνουν 15 προπτυχιακοί φοιτητές διαφορετικών ειδικοτήτων του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κολούμπια, οι οποίοι –κατόπιν επιλογής μέσω συνεντεύξεων –ήρθαν στην Αθήνα στο πλαίσιο του προγράμματος Columbia Summer in Greece. Και υπό την καθοδήγηση των διδασκόντων τους Δημήτρη Αντωνίου, Σου Γιουνγκ Κιμ και Ιωάννη Μυλωνόπουλου επιχείρησαν να τη γνωρίσουν και να μεταφέρουν την εικόνα που σχημάτισαν για εκείνη μέσα από έργα τέχνης που δημιουργούν και εν συνεχεία αναλαμβάνουν τη φροντίδα της παρουσίας τους.

Απόψε, από τις 20.00 έως τις 22.00 θα εκθέσουν το αποτέλεσμα της έρευνάς τους, που έχει τη μορφή εικαστικών βιβλίων, υπό τον τίτλο «Who let these kids in here?», στον χώρο 3 137, τον εργαστηριακό χώρο των καλλιτεχνών Πάκυς Βλασσοπούλου, Κοσμά Νικολάου και Χρυσάνθης Κουμιανάκη επί της οδού Μαυρομιχάλη. «Πρόκειται για νέους ανθρώπους, 20-21 ετών, που έρχονται για πρώτη φορά στην Αθήνα. Οι ίδιοι έκριναν ότι έχουν μια εξωτερική οπτική για τα πράγματα. Οτι ως τουρίστες είχαν περιορισμένο δικαίωμα να μιλήσουν για μια πόλη που γνωρίζουν ελάχιστα και πολλές πτυχές της οποίας δεν μπορούν να οικειοποιηθούν, δεδομένου ότι δυσκολεύονται με τη γλώσσα. Την υποκειμενικότητα αυτή επιχειρεί να εκφράσει και ο τίτλος» εξηγεί στο «Νσυν» η ιστορικός τέχνης και ανεξάρτητη επιμελήτρια Εβίτα Τσοκάντα, η οποία όχι μόνο ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη την άνοιξη για να δώσει μια εισαγωγική διάλεξη στους φοιτητές, αλλά και συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση του προγράμματος στην Αθήνα, το οποίο μεταξύ άλλων περιελάμβανε σειρά διαλέξεων, επισκέψεις σε εργαστήρια καλλιτεχνών και γκαλερί, ώστε να εκπαιδευτούν οι συμμετέχοντες σε δύο ρόλους, τόσο σε εκείνο του εικαστικού όσο και σε εκείνον του επιμελητή, σχολιάζοντας τη σχέση μεταξύ εξουσίας και παραγωγής της ιστορίας, ενώ δεν έλειψαν οι εκδρομές στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, στην Ελευσίνα.

ΛΙΓΟΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. «Το ερώτημα που θέτουν οι 15 φοιτητές συνεχώς είναι το εξής: πώς μπορούμε να στήσουμε μια έκθεση για την Ελλάδα, εάν τα μόνα ελληνικά που γνωρίζουμε αποτελούνται από λίγες βρισιές και τα πολύ βασικά για την παραγγελία καφέ; Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζουν προσωπικές προσεγγίσεις, γνωρίζοντας καλά ότι με τον τρόπο αυτόν συμμετέχουν και οι ίδιοι σε έναν συνεχιζόμενο ετερόκλητο διάλογο για την ταυτότητα της πόλης. Η έκθεση διερευνά τη βαθιά αυτή πεποίθηση, διαβάζοντας την πόλη ως παλίμψηστο ή σαν μια σειρά συζητήσεων μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Τα εικαστικά βιβλία της έκθεσης διερευνούν τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο πρώτες εντυπώσεις για την κληρονομιά της διαγραφής, της αναθεώρησης και της κατασκευής της ιστορίας, όπως αυτές γίνονται άμεσα εμφανείς κατά την περιήγηση της πόλης» σημειώνουν οι διοργανωτές.

Φαντασία, χιούμορ, πειραματισμός πρωταγωνιστούν στα έργα που είναι άλλα χειρόγραφα, κάποια τυπωμένα, ορισμένα παραπέμπουν σε ημερολόγια τοίχου ή σε φωτογραφικά άλμπουμ, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες δεν είναι όλοι τους φοιτητές σε τμήματα σχετικά με την τέχνη και άρα γνώστες ειδικών τεχνικών, αλλά σπουδάζουν σε διαφορετικούς τομείς, όπως επί παραδείγματι η πληροφορική. Ενδιαφέρον έχει δε το γεγονός ότι ανάμεσα στα έργα δεν θα δούμε κατά κύριο λόγο αναφορές σε στερεότυπα που έχουν οι επισκέπτες της χώρας. «Αυτό οφείλεται στην προσέγγιση της ομάδας εικαστικών 3 137 που εξήγησαν στους συμμετέχοντες πως πρέπει να ξεφύγουν από τα θέματα – κλισέ «ήλιος, θάλασσα, ηλιοβασίλεμα» και να μπουν σε μια διαφορετική, περισσότερο κριτική διαδικασία» εξηγεί η Εβίτα Τσοκάντα.