Νέα πυρά σημειώνονται στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Κίνας κι αυτή τη φορά βρίσκουν στόχο στην αγορά τέχνης. Η ανακοίνωση των ΗΠΑ προ ημερών ότι αυξάνουν τους δασμούς των προϊόντων που εισάγονται από την Κίνα κατά 10% κλιμακώνει την ένταση στις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, ενώ παράλληλα αλλάζει κανόνες που ίσχυαν για δεκαετίες. Βάσει των τελευταίων η εισαγωγή έργων τέχνης στις ΗΠΑ ήταν αφορολόγητη. Το γεγονός αυτό μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να έχουν εξελιχθεί στη μεγαλύτερη αγορά τέχνης, αφού επί των εδαφών της συντελέστηκε το 42% των παγκόσμιων συναλλαγών μέσα στο 2017, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε η τράπεζα UBS και μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές φουάρ, η Art Basel. O νέος κύκλος δασμών εκτιμάται ότι θα αγγίξει το ποσό των 200 δισ. δολαρίων και αφορά κυρίως σε πίνακες, σχέδια και γλυπτά τα οποία θα πρέπει να φορολογηθούν με 10% επί της αξίας τους για την εισαγωγή τους στις ΗΠΑ. «Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ έχουν καθιερωθεί ως ένας διεθνής εμπορικός κόμβος, η επιβολή του συγκεκριμένου δασμού ενδεχομένως δεν θα έχει επιπτώσεις στις ιδιωτικές συναλλαγές. Μπορεί όμως να αποτρέψει τους εμπόρους να εισάγουν κινεζικά έργα τέχνης προς πώληση στη Νέα Υόρκη», επισημαίνει η οικονομολόγος και συντάκτρια της προαναφερόμενης έκθεσης Κλερ ΜακΑντριου.

Η αξία των έργων τέχνης και των αντικών που εισήχθησαν από την Κίνα μέσα στο 2017 ήταν 280 εκατ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 2,7% των συνολικής αξίας 10,35 δισ. δολαρίων έργων τέχνης και αντικών που εισήχθησαν πέρυσι στις ΗΠΑ. Το ποσό αυτό είναι σαφώς μεγαλύτερο από τα 175 εκατ. δολάρια του 2002, αλλά αισθητά μειωμένο από τα 403 εκατ. δολάρια του 2015. Οι έμποροι τέχνης από την πλευρά τους χαρακτηρίζουν λανθασμένους και επιζήμιους τους δασμούς καθώς δεν αποσκοπούν στην προστασία της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής, αφού δεν υπάρχει απευθείας ανταγωνισμός μεταξύ κινέζων και αμερικανών εικαστικών, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το εργατικό δυναμικό. Ούτε μπορεί να επηρεάσει τις διαρκώς αναπτυσσόμενες αγορές τέχνης της Κίνας και ευρύτερα της Ασίας.

ΜΝΗΜΕΣ ΜΑΚΑΡΘΙ. Η Κίνα πέρυσι αναδείχθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά έργων τέχνης παγκοσμίως εκτοπίζοντας τη Βρετανία. Κατέλαβε συγκεκριμένα το 21% του μεριδίου της παγκόσμιας αγοράς με την τελευταία να ακολουθεί με 20%. Ταυτόχρονα, η Κίνα καταλαμβάνει το ένα τρίτο της αγοράς δημοπρασιών παγκοσμίως, πίσω από τις ΗΠΑ που κατέχουν το 35% και με διπλάσιο ποσοστό από τη Βρετανία η οποία κατέχει το 16%.

Αν και επί της ουσίας η νέα νομοθεσία αφορά οποιοδήποτε προϊόν προέρχεται από την Κίνα και παρά το γεγονός ότι οι Κινέζοι «δεν είναι απελπισμένοι για να στείλουν έργα τέχνης στις ΗΠΑ, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια επιζήμια ρύθμιση», εκτιμά ο Τζέιμς Λέιλι ιδιοκτήτης νεοϋορκέζικης γκαλερί που ειδικεύεται στην κινεζική τέχνη. Υποστηρίζει δε ότι την τελευταία φορά που η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε περιορισμούς στην εισαγωγή έργων τέχνης και αντικών από την Κίνα ήταν η εποχή του Μακάρθι, κατά την οποία απαιτούνταν από όσους εισήγαγαν αντικείμενα από την Κίνα να αποδείξουν ότι δεν ήταν κομμουνιστές.

To μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να δημιουργείται στους οίκους δημοπρασιών όπως οι Κρίστις και οι Σόθμπις. Ο δεύτερος οίκος έκανε τζίρο 77 εκατ. δολαρίων σε δέκα δημοπρασίες με κινεζικά έργα τέχνης από τον Σεπτέμβριο του 2017 έως σήμερα και ο πρώτος είχε τζίρο 40 εκατ. δολαρίων μόνο τον Μάρτιο από αντίστοιχες πωλήσεις. Αντιθέτως λιγότερο φέρεται να πλήττεται η σύγχρονη τέχνη, καθώς οι κινέζοι καλλιτέχνες μπορούν να παραγάγουν τα έργα τους επί αμερικανικού εδάφους, ενώ επίσης ο νόμος δεν περιλαμβάνει τις δημοφιλείς πλέον ψηφιακές μορφές τέχνης. Τελικά περισσότερο αδικημένο σύμφωνα με τους ειδικούς θα είναι το αμερικανικό κοινό, η επαφή του οποίου με την κινεζική τέχνη πιθανόν θα μειωθεί και κατά συνέπεια θα χαθεί η επαφή με έναν σπουδαίο σύγχρονο πολιτισμό και το πλούσιο παρελθόν του.