Δυο μεγάλα ντοσιέ πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού γεμάτα φωτογραφίες, δημοσιεύματα εφημερίδων, προσκλήσεις εκθέσεων. Κάθε φορά που γυρίζει μία από τις διαφανείς σελίδες, το χέρι του σταματά σε ένα καρέ το οποίο «ντύνει» με μια μικρή ιστορία ή μια πληροφορία. «Βλέπεις εδώ; Είμαι στο πρώτο μου σπίτι στο Παρίσι, τη δεκαετία του 1960. Αν προσέξεις φαίνεται κάτω από το μπαλκόνι η κατάληξη μιας επιγραφής. Ηταν από το εστιατόριο Ροζαλί όπου κάποτε έτρωγε ο Μοντιλιάνι», λέει ο Αλέκος Φασιανός. Δίπλα μια άλλη ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον φιλέλληνα συγγραφέα Ζακ Λακαριέρ και στην επόμενη διαφάνεια περασμένη μια ολοσέλιδη καταχώρηση στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» για την έκθεσή του τον χειμώνα του 1971.

Κομμάτια αναμνήσεων από πέντε δεκαετίες ζωής στο Παρίσι του πιθανόν πιο αναγνωρίσιμου εν ζωή έλληνα ζωγράφου, που κατάφερε –αν και επέστρεψε στην Ελλάδα –να παραμείνει ώς και σήμερα δημοφιλής στους γάλλους φιλότεχνους με κοινό που τον ακολουθεί φανατικά. Ντοκουμέντα που μιλούν για τον «άγνωστο» στην Ελλάδα Φασιανό, όπως λέει ο ίδιος, και τα οποία (περί τα 100 αντικείμενα – φωτογραφίες, προσκλήσεις, ταπισερί, κατάλογοι, αφίσες, ειδικές εκδόσεις αριθμημένων βιβλίων με λιθογραφίες των σημαντικότερων εκδοτικών οίκων μεταξύ των οποίων και επτά έργα του από όλες τις δεκαετίες της καριέρας του) συνθέτουν την έκθεση «Ο Φασιανός στη Γαλλία» που εγκαινιάζεται το Σάββατο στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Υδρας σε επιμέλεια της κόρης του Βικτωρίας και αποτελεί μία από τις κεντρικές εκδηλώσεις του αφιερώματος στη Γαλλία το οποίο διοργανώνεται στην Υδρα.

Πώς κατάφερε να επιβιώσει καλλιτεχνικά ο 83χρονος σήμερα Αλέκος Φασιανός στο Παρίσι και ειδικά σε μια εποχή που αποτελούσε το κέντρο του εικαστικού κόσμου; «Με το να μην αλλάξω το ύφος μου. Οι περισσότεροι έλληνες συνάδελφοι μου με το που έφτασαν στο Παρίσι θέλησαν να ακολουθήσουν το πνεύμα της εποχής: να ζωγραφίσουν αφηρημένα. Εγώ διαφοροποιήθηκα. Συνέχισα να μεταφέρω στα έργα μου την Ελλάδα που κουβαλούσα μέσα μου: τις εικόνες από την αρχαία Αγορά, τα πλακάκια στα δάπεδα των σπιτιών, τους πλανόδιους πωλητές στους δρόμους. Οι Γάλλοι το δέχτηκαν αυτό και με υποστήριξαν. Μου προσέφεραν την ελευθερία να κάνω αυτό που θέλω», εκτιμά.

Ανάμεσα στα ντοκουμέντα που θα φιλοξενηθούν στην έκθεση, την οποία θα συνοδεύει κατάλογος με κείμενα της Βικτωρίας Φασιανού και της διευθύντριας του ΙΑΜΥ Ντίνας Αδαμοπούλου, θα είναι μια κατακόκκινη αφίσα που ο Αλέκος Φασιανός έφτιαξε για τον Μάη του ’68. «Ηταν η εποχή που όλοι είχαν ξεσηκωθεί. Νόμιζαν ότι έκαναν επανάσταση. Το πρωί ήμασταν στις διαδηλώσεις και το βράδυ βγαίναμε για φαγητό. Τότε όλοι φτιάχναμε αφίσες. Η δική μου απεικονίζει ένα πλήθος να κάνει πορεία», εξηγεί ο ζωγράφος που έχει μεταξύ άλλων τιμηθεί με το παράσημο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής, την ύψιστη τιμή που απονέμεται από τη γαλλική κυβέρνηση σε εκπροσώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ. Οσο γυρνούν οι σελίδες των ντοσιέ συναντάμε το φυλλάδιο της πρώτης του έκθεσης στην γκαλερί 3+2 το 1966 στο Σεν Ζερμέν με κείμενο της Ελένης Βακαλό. Ενας πράσινος ποδηλάτης χαιρετά από το εξώφυλλο ενός δίσκου βινυλίου του Ζορζ Μουστακί. Φωτογραφίες με τον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και τον Αλέξανδρο Ιόλα, τον Λουί Αραγκόν, τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Ζαν Λανγκ, τον Πιερ Ρεστανί, τον Φερνάντο Αραμπάλ, τον Κώστα Ταχτσή, τον Τάκι, τον Κώστα Γαβρά.

«Αυτή η έκθεση είναι μια ευκαιρία να διαπιστώσει το ελληνικό κοινό ότι παρά το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα επισκέπτομαι τέσσερις φορές τον χρόνο το Παρίσι δεν το άφησα να με αλλάξει. Ακολούθησα όσα πίστευα χωρίς τον φόβο της απόρριψης διότι αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο αυθεντικός και ολοκληρωμένος δημιουργός. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι επισκέπτες της έκθεσης να κατανοήσουν την αξία της πίστης, της τόλμης και της επιμονής», καταλήγει ο Αλέκος Φασιανός.