Ο Γιάννης Μαρής, κατά κόσμον Γιάννης Τσιριμώκος, ο αδιαφιλονίκητος πατριάρχης του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος τα μεταπολεμικά χρόνια, βρισκόταν στο πικ της δημοφιλίας του τον σκληρό Ιούλιο του 1974. Η μοίρα το θέλησε να συνδεθεί (αλλά και να αποσυνδεθεί πρόωρα) με έναν αληθινό ιερωμένο, που άκουγε στο κοσμικό όνομα Μιχάλης Μούσκος, αλλά το πανελλήνιο επρόκειτο να τον γνωρίσει ως Μακάριο. Και οι δύο άνδρες πέθαναν τον μήνα που γεννήθηκαν: Αύγουστο ο Μακάριος, Νοέμβριο ο Μαρής. Αναχώρησαν για τους επουράνιους λειμώνες σχεδόν στην ίδια ηλικία: δέκα μέρες πριν κλείσει τα 64 χρόνια του ο Μακάριος, επτά μέρες πριν κλείσει τα 63 του ο Μαρής. Από καρδιακή ανεπάρκεια ο πρώτος, από καρκίνο ο δεύτερος.

Ο Μαρής ήταν τρία χρόνια μικρότερος από τον Μακάριο και, μολονότι έγινε ευρύτερα γνωστός από την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, δεν ήταν άμοιρος ανάμειξης στην ενεργό πολιτική, ιδίως κατά τα νεανικά του χρόνια. Σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, την εποχή που για τις πεποιθήσεις αυτές πλήρωνες ακριβό τίμημα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με τον εξάδελφό του Ηλία Τσιριμώκο (κατοπινό αστέρα του δημόσιου βίου, αν και με αμφιλεγόμενη κατάληξη τον καιρό της Αποστασίας) και τον Σταύρο Κανελλόπουλο ίδρυσε την Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), μια οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ. Το 1950, ως αρχισυντάκτης της «Μάχης», δημοσιογραφικού οργάνου της ΕΛΔ, έφερε στο φως τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου και για τις αποκαλύψεις αυτές δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε ύστερα από παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Από το 1953, όταν εμφανίζεται στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος με το Εγκλημα στο Κολωνάκι, η ανάμειξή του στην ενεργό πολιτική ατονεί, παρότι εμφιλοχωρεί, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έμμεσα, στα γραπτά του. Αντιθέτως, η πολιτική καριέρα του εξαδέλφου του απογειώνεται, με αποκορύφωμα την (ανεπιτυχή) απόπειρα για εξασφάλιση της δεδηλωμένης ως υποψήφιου πρωθυπουργού, τον Αύγουστο του 1965, στον απόηχο των αμαρτωλών «Ιουλιανών». Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ως υπουργός Εξωτερικών πλέον στην κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου, ο Ηλίας Τσιριμώκος επιτυγχάνει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών την πρώτη μεγάλη διπλωματική νίκη για το Κυπριακό. Μια νίκη που ο ίδιος ο Μακάριος δεν πρόκειται ποτέ να λησμονήσει.

Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Γιώργος Λεονταρίτης (ρεπόρτερ, πολιτικός συντάκτης, αρθρογράφος, αρχισυντάκτης) δούλεψε κοντά στον Γιάννη Μαρή και συνδέθηκε φιλικά μαζί του, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τον θάνατο του Μαρή, το 1979, μόλις δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μακαρίου. Απότοκο αυτής της γνωριµίας ήταν το πρώτο βιβλίο του Λεονταρίτη για τον στενό του φίλο: Ο Γιάννης Μαρής και η εποχή του (εκδόσεις Αγρα, 2015). Ακολουθεί το 2016, πάντα από την Αγρα, το βιβλίο του Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ, όπου εγκιβωτίζεται και η περίφημη έρευνα του Μαρή γύρω από τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου, μια έρευνα που ξεκίνησε εν θερμώ ο Μαρής για τη «Μάχη» το 1948, αλλά ολοκλήρωσε και δημοσίευσε στην «Ακρόπολη» σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα. Εφέτος, πριν από λίγες βδομάδες, η Αγρα κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο του Λεονταρίτη για τον Μαρή, Σφαίρες για τον Αρχιεπίσκοπο, υπό τον εύγλωττο όσο και ερεθιστικό υπότιτλο: Το μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε ποτέ…

Ο Μαρής είχε εκμυστηρευθεί στον Λεονταρίτη πως σκόπευε να γράψει το πρώτο του καθαρόαιμο πολιτικό/κατασκοπευτικό θρίλερ, βασισμένο στον πολυτάραχο βίο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο Μαρής είχε πάρει συνέντευξη από τον Μακάριο τον Μάιο του 1976 και ολοφάνερα είχε σαγηνευθεί από την προσωπικότητά του –όπως και είχε κολακευθεί επίσης από την καλή γνώμη που είχε ο Μακάριος για τα βιβλία του και τη συμβολή του εξαδέλφου του στη διεθνή προώθηση του Κυπριακού. Από τις πολλές δολοφονικές απόπειρες εναντίον του Μακαρίου, ο Μαρής θεωρούσε ότι δύο παρουσίαζαν δραματικό ενδιαφέρον από μυθιστορηματική σκοπιά, ίσως επειδή είχαν φθάσει αμφότερες τόσο κοντά στην επίτευξη του στόχου τους. Η πρώτη, την 8η Μαρτίου 1970, «καθώς ο Αρχιεπίσκοπος πετούσε με ελικόπτερο για να πάει στον χώρο όπου θα γινόταν το μνημόσυνο του ήρωα [του αγώνα της ΕΟΚΑ] Γρηγόρη Αυξεντίου». Η δεύτερη, στις 15 Ιουλίου 1974, κατά το «πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη, που έδωσε το «πράσινο φως» στους Τούρκους για την εισβολή». Ειδοποιός διαφορά της πρώτης από τη δεύτερη ήταν η εκδήλωση του πραξικοπήματος: στην πρώτη το πραξικόπημα θα ακολουθούσε και θα επιστέγαζε την επιτυχία της δολοφονικής ενέργειας, ενώ στη δεύτερη (σύμφωνα και με το πρότυπο του πραξικοπήματος εναντίον του Αλιέντε, στη Χιλή, δέκα μήνες νωρίτερα) η δολοφονική ενέργεια θα ακολουθούσε και θα επιστέγαζε την επιτυχία του πραξικοπήματος. Ο Λεονταρίτης δεν είναι σε θέση να μας πει σε ποια από τις δύο απόπειρες θα επικέντρωνε ο Μαρής το μυθιστόρημά του –«καλά καλά δεν είχε αποφασίσει μέχρι τότε ούτε και ο ίδιος» –αλλά, αφού ο θάνατος τον πρόλαβε, το ερώτημα έχει πλέον αυστηρά φιλολογικό ενδιαφέρον. Μπορεί να μη μας άφησε παρά μόνο τον τίτλο από το «μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε ποτέ», ωστόσο μας άφησε και μια συναρπαστική καταγραφή της δεύτερης απόπειρας, δημοσιευμένη σε συνέχειες στην εφημερίδα «Απογευματινή», από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου 1974, με τον Μακάριο εξόριστο στο Λονδίνο και την Κύπρο ακόμη να αιμορραγεί. Αυτή η καταγραφή αποτελεί και τον κύριο κορμό στο βιβλίο του Λεονταρίτη.

Εμείς οι Ελλαδίτες γνωρίζουμε συνήθως την τύφλα μας διαχρονικά για την κυπριακή τραγωδία, πέρα από γενικότητες και στερεότυπα. Δεν µας λείπουν οι αναφορές, τουναντίον: τόσο ελλαδίτες όσο και ελληνοκύπριοι πολιτικοί και μελετητές μάς παρέχουν άφθονο πρωτογενές υλικό και αχρηστεύουν έως έναν βαθμό την κρατική συνωμοσία σιωπής γύρω από τον επτασφράγιστο «Φάκελο της Κύπρου». Ενδεικτικά αναφέρω τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Αγγελο Βλάχο (από τους Ελλαδίτες), καθώς και τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή, τον Νίκο Κρανιδιώτη, τον Μακάριο Δρουσιώτη, τον Τάκη Χατζηδημητρίου και τον Γιώργο Γεωργή (από τους Ελληνοκυπρίους). Οι Σφαίρες για τον Αρχιεπίσκοπο, ο βραχύς τόμος που συστεγάζει τα κείμενα του Γιάννη Μαρή και του Γιώργου Λεονταρίτη, δεν μας προσφέρει στοιχεία που δεν γνωρίζουμε ήδη από άλλες πηγές. Μας μεταφέρει όμως πιστά το κλίμα εκείνων των ημερών και μας μεταδίδει το σύγκρυο που πρέπει να διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά των συνωμοτών, όταν άκουσαν στα άδυτα του ελληνικού Πενταγώνου τον αόρατο ταξίαρχο να ουρλιάζει: «Φέρτε μου το κεφάλι του Μούσκου!».