«Είναι, δηλαδή, ο «πατέρας» της λογοτεχνίας;». «Μα δεν ήθελε να κάνει λογοτεχνία. Παραμύθια έκανε. Ξέρω εγώ τι στο καλό έκανε αυτός ο άνθρωπος; Ηταν ένας; Ηταν άνθρωπος;». Ο διάλογος έγινε χθες το πρωί, με αφορμή τα ομηρικά αρχαιολογικά ευρήματα, ανάμεσα σε εμένα και γνωστό συγγραφέα. Και στην απάντησή του υπήρχε θαυμασμός, δέος και ένας υπαινιγμός καλοπροαίρετης φούρκας για όσα είναι δύσκολο να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους. Ωστόσο από αυτό το δυσερμήνευτο του φαινομένου «Ομηρος» προκύπτει ότι η ανάγκη του ανθρώπου για παραμύθια είναι βασική και ζωτική.

Τα έπη του Ομήρου θα έλεγα ότι είναι η απαρχή της λαϊκής μας παράδοσης. Εκεί πρωτοσυναντάμε την ελληνική πολυπραγμοσύνη αλλά και την τάση για αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Την ικανότητα για το καλύτερο και τη ροπή προς το χειρότερο. Το στοίχημα της επιβίωσης που μετασχηματίζει την εξυπνάδα σε πονηριά. Την αγάπη για την περιπέτεια και την περιέργεια που ανοίγει τον δρόμο στην ανακάλυψη. Η Πηνελόπη είναι το σύμβολο της πίστης και της υπομονής. Η Κίρκη, της ξελογιάστρας μάγισσας. Οι Σειρήνες και το τραγούδι τους, της αποπλάνησης. Και η λέξη «οδύσσεια» συνώνυμη της ταλαιπωρίας και του αντίξοου. Τη μεταμόρφωση ανθρώπων σε ζώα που πρωτοαναφέρει ο Ομηρος την ξαναβρίσκουμε σε πολλά και όχι μόνο ελληνικά παραμύθια. Μότιβα από τα ομηρικά έπη έχουν περάσει στα δημοτικά τραγούδια και στις παραλογές μας όπως, για παράδειγμα, στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Με κάποιον τρόπο, τα ομηρικά έπη είναι το εθνικό μας συναξάρι.

Αλλά και τίποτα από αυτά να μην ίσχυε, ο Ομηρος έχει δώσει την έμπνευση στον Καβάφη να γράψει ένα από τα ωραιότερα έργα της παγκόσμιας ποίησης, την «Ιθάκη», και να διατυπώσει με ποιητικό τρόπο τη μεγαλύτερη, ίσως, αλήθεια της ζωής: «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».