Το εύρημα του «Λευτεράκη», του ανύπαρκτου φίλου που καλύπτει τις ατασθαλίες ενός άπιστου συζύγου, φέρει την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου (1913-1991). Ο ίδιος μαζί με τη χρυσή γενιά των συναδέλφων του – Χρήστος Γιαννακόπουλος, Κώστας Πρετεντέρης, Ασημάκης Γιαλαμάς, Νίκος Τσιφόρος, Πολύβιος Βασιλειάδης – άφησαν μια γερή παρακαταθήκη με κωμωδίες καταστάσεων και παρεξηγήσεων, με κοινωνικές σάτιρες αλλά και αισθηματικές κομεντί. Και καθώς συνέπεσαν με μια αντίστοιχα χρυσή γενιά ηθοποιών για τους οποίους έγραφαν εν πολλοίς κατά παραγγελία, το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό.

Το θεατρικό έργο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» γράφτηκε το 1955 και ανέβηκε στο θέατρο Μπουρνέλλη από τον θίασο των Ντίνου Ηλιόπουλου και Μίμη Φωτόπουλου. Επτά χρόνια μετά, το 1962, ο ίδιος ο Σακελλάριος έγραψε το σενάριο της ομότιτλης ταινίας με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Βουτσά, Μάρω Κοντού, Γιώργο Κωνσταντίνου και Καίτη Πάνου. Με καθαρά στοιχεία φάρσας, ξεδιπλώνεται ένα γαϊτανάκι από ψέματα και παρεξηγήσεις που φέρνουν τους ήρωες στα όριά τους μέσα από κωμικές σκηνές με θέμα τη συζυγική πίστη και τον αιώνιο εχθρό, την ερωμένη… Η σκηνική μεταφορά του λεγόμενου παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου στο σήμερα αποτελεί μια νέα πραγματικότητα με αμφίβολα αποτελέσματα. Γιατί μπορεί να μοιάζει εύκολο, αλλά δεν είναι.

Στο θέατρο Χυτήριο το έμπειρο δίδυμο των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου ανέλαβε να διασκευάσει και να σκηνοθετήσει το έργο, θέλοντας, όπως φάνηκε, να δώσει μια άλλη εκδοχή στην ιστορία, τη δική του. Κρατώντας ωστόσο τα βασικά στοιχεία της πλοκής, προσέθεσαν ρόλους, μεγάλωσαν ή περιόρισαν άλλους, θέλοντας να εκμοντερνίσουν το έργο. Αλλά το θεατρικό του Σακελλάριου δεν χρειάζεται διορθώσεις. Αν και ενταγμένο σε ένα διαφορετικό χρονικό τοπίο, διαθέτει στέρεες αρετές που δεν παλιώνουν. Αρκεί να αποδοθούν στη σκηνή με καθαρότητα.

Με έντονα χρώματα, τιρκουάζ στους τοίχους και έναν πορτοκαλί καναπέ στη μέση, το σπίτι όπου κατοικεί το παντρεμένο ζευγάρι διαθέτει την αισθητική του ’70 – με αρχές του ’80: Ο Θοδωράκης και η Φωφώ, η ερωμένη Ντόλι, η οικογενειακή φίλη και ο άνδρας της, ένας θαυμαστής της συζύγου συνθέτουν το παζλ των ηρώων που κινούνται σαν γκροτέσκα αντίγραφα των πραγματικών τύπων που έχει δημιουργήσει ο Σακελλάριος.

Το σκηνοθετικό δίδυμο, που τόσο στο επίπεδο της διασκευής όσο και της σκηνοθεσίας έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς, εδώ πέφτει στην παγίδα του θιάσου, προσαρμόζοντας την ευφυΐα του κειμένου στις περιορισμένες υποκριτικές απαιτήσεις του θιάσου. Τα περισσότερα αστεία χάνονται στην προσπάθεια των ηθοποιών να ξεχωρίσουν – σαν να προσπαθούν να ξεπεράσουν το πρωτότυπο. Στο σύνολό τους οι ηθοποιοί βασίζονται στο τρίπτυχο «φωνάζω, τσιρίζω και δεν παίζω», χρησιμοποιώντας τις ευκολίες που κουβαλάει ο καθένας τους. Ο Μάνος Παπαγιάννης σκεπάζει τον Θοδωράκη με μιας δικής του επινόησης μαγκιά, η Αγγελική Δαλιάνη μεταφέρει τα κατάλοιπα της «Μαρίας της άσχημης», η Τζένη Διαγούπη χρησιμοποιεί την πληθωρική της παρουσία και μόνο, ενώ ο Μάνος Ιωάννου περιφέρει την πάλαι ποτέ φήμη του ωραίου. Μόνος (σχετικά) διασωθείς ο Περικλής Λιανός.

Ο κήπος στο Χυτήριο που φιλοξενεί την παράσταση θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδανικό σκηνικό υποδοχής για τον «Λευτεράκη». Αντ’ αυτού επελέγη μια κακόγουστη εκδοχή αναψυκτηρίου. Σε μια εποχή που το θέατρο αναζητεί νέους δρόμους έκφρασης, το αυθεντικό νεοελληνικό έργο μπορεί να παίξει έναν ρόλο ισορροπίας, θυμίζοντας τα βασικά συστατικά του, όπως το χιούμορ, την ευγένεια, την ποιότητα, το ήθος. Κρίμα.