Μπορεί να αξίζει ή να μην αξίζει τον κόπο, είναι, ωστόσο, δελεαστικό να αναρωτηθεί κανείς αν η τροπική βλάστηση μεταφραστικών θεωριών τα τελευταία χρόνια βοήθησε να έχουμε καλύτερες μεταφράσεις, ακριβώς όπως κανείς μπορεί να αναρωτιέται αν η πολυώνυμη Θεωρία της Λογοτεχνίας (και τώρα πια, σε καθεστώς πλήρους αυτοδιάθεσης, σκέτη Θεωρία) συνέβαλε στο να έχουμε καλύτερους παραγωγούς και καταναλωτές λογοτεχνικού λόγου. Πάντως, το ερώτημα έχει κάποιο νόημα μόνο αν δεχτούμε ότι η μεταφραστική θεωρία δεν είναι απαγωγικό άθλημα κλειστού διανοουμενίστικου στίβου αλλά συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των δεδομένων της μεταφραστικής πράξης.

Δεν ξέρω, ωστόσο, αν το ειδικότερο ερώτημα «πώς πρέπει να μεταφράζονται οι αρχαίοι;» έχει ήδη δημιουργήσει, ή αν τείνει να δημιουργήσει, τις προϋποθέσεις για μια συντεταγμένη μεταφραστική θεωρία. Και ίσως να είναι ο φονταμενταλιστικός εμπειρισμός του Τζορτζ Στάινερ (Μετά τη Βαβέλ) που με ωθεί, στην περίπτωση αυτή, να σκέφτομαι κυρίως με όρους «μεταφραστικής ηθικής». Για προφανείς λόγους δεν θα ασχοληθούμε εδώ ούτε με τις χρηστικές μεταφράσεις του σχολείου αλλά ούτε και με τα «φο-μπιζού» της μετάφρασης από μετάφραση.

Με τις μεταφράσεις έργων της κλασικής γραμματείας υπάρχει μια καταστατική παραδοξότητα. Οι κλασικοί συγγραφείς, Ελληνες και Λατίνοι, ενώ βρίσκονται στη μέγιστη χρονική απόσταση από τις σύγχρονες συντεταγμένες μας, διατηρούν εν πολλοίς αμείωτο το κύρος της παραδειγματικότητας και γι’ αυτό η μεταφραστική τους σκυταλοδρομία στον ευρύτερο χώρο της Δύσης καλά κρατεί –πολύ καλύτερα από ό,τι για συγγραφείς άλλων, και μάλιστα πολύ νεότερων, ιστορικών περιόδων. Αν ο μεταφραστής τους νοιάζεται κυρίως να αναπαραγάγει στο μετάφρασμά του κάτι από αυτό που προσελάμβαναν οι αρχικοί αναγνώστες/ ακροατές του πρωτοτύπου, τότε οι αυξημένες πολιτισμικές (για να χρησιμοποιήσω τον πιο περιεκτικό όρο) ασυμμετρίες ανάμεσα στο μακρινό τότε και το τώρα ενδέχεται να τον αναγκάσουν, συνολικά ή κατά τόπους, να παρακάμψει την κοινώς εννοούμενη πιστότητα (δηλαδή την ακριβέστερη δυνατή γλωσσική αναλογία ανάμεσα στο πρωτότυπο και το μετάφρασμα) προκειμένου, με κάποιο είδος πολιτισμικής – εννοιολογικής παράφρασης, να παραδώσει στον σύγχρονό του αναγνώστη/ ακροατή ένα πιο οικείο κείμενο. Πρόκειται για σύνθετο ζήτημα, η πραγμάτευση του οποίου επιβάλλει αποχρώσεις και διαβαθμίσεις, γι’ αυτό και η σύντομη περιγραφή του εδώ μπορεί να το απλουστεύει. Και πάντως πρόκειται για επιλογή που η μεταφραστική θεωρία την κωδικοποιεί ως αντίθεση ανάμεσα σε μια «τυπική» και σε μια «δυναμική» ισοδυναμία.

Μιλάμε για νομιμοποιημένη πρακτική, η επιτυχία, όμως, της οποίας εξαρτάται, νομίζω, από τον βαθμό στον οποίο ο μεταφραστής ελέγχει τους όρους και τα όρια αυτής της δυναμικής ισοδυναμίας. Και εδώ ανακύπτει το εύλογο ερώτημα: πώς ασκείται αυτός ο έλεγχος; Οσοι φρονούν ότι η μετάφραση είναι τέχνη και όχι επιστήμη θα μας πουν, κατά πάσα πιθανότητα, ότι όλα εναπόκεινται σε κάποιο είδος χαρίσματος ή ταλέντου, που το έχεις ή δεν το έχεις. Δεν είναι τόσο απλό. Τα κείμενα της κλασικής γραμματείας, και κυρίως τα ποιητικά, κατανέμονται σε καλά καθορισμένες θέσεις μιας ιεραρχίας ειδών (genre), η οποία ρυθμίζει το ύψος και τις τονικότητες του ύφους, την επιλογή της «λέξεως» και τον τρόπο πραγμάτευσης των θεματικών τόπων. Δεν έχω οπωσδήποτε κατά νου έναν φιλόλογο με τη βούλα, αλλά αν ο μεταφραστής δεν είναι ιστορικοφιλολογικά υποψιασμένος σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η νόμιμη ελευθερία, είτε με τη μορφή της πολιτισμικής παράφρασης που είπαμε είτε με τη μορφή οποιασδήποτε άλλης εκσυγχρονιστικής μεταγραφής/ διασκευής, μπορεί εύκολα να μεταπέσει σε ασυδοσία.

Αναγνώστης και πρωτότυπο

Η απάντηση στο γνωστό δίλημμα μετακινούμε τον σύγχρονο αναγνώστη προς το πρωτότυπο ή το πρωτότυπο προς τον σύγχρονο αναγνώστη; δεν μπορεί να είναι η άνευ όρων παράδοση στην ανιστόρητη και αφιλολόγητη ιδιοβουλία του μεταφραστή. Και δεν αναφέρομαι, ασφαλώς, στις περιπτώσεις όπου το πρωτότυπο αποτελεί απλώς έναυσμα για διαδρομές à la manière de ή βατήρα για άλματα ομολογημένου νεωτερισμού, γιατί εδώ ούτε ζήτημα μετάφρασης, με τη στενότερη έννοια της λέξης, τίθεται ούτε ζήτημα μεταφραστικής ηθικής –εκτός, βέβαια, αν κάποιος ισχυρίζεται ή φαντασιώνεται ότι μεταφράζει.

Στη μεταφραστική πασαρέλα παρελαύνουν εδώ και αιώνες οι «πιστές δύσκαμπτες» και οι «άπιστες ωραίες», οι «φιλολογικές» και οι «λογοτεχνικές», οι «σχολαστικές» και οι «ελεύθερες». Δεν ξέρω πότε ακριβώς έκαναν ντεμπούτο οι εξώλεις και προώλεις και οι τρελές και αλλοπαρμένες, υποπτεύομαι όμως δυο τουλάχιστον λόγους. Ο ένας, και πιο καθολικός, μπορεί να είναι η βαθμιαία, άχρι «θανάτου», καθαίρεση του συγγραφέα όταν ο ακμαίος στρουκτουραλισμός των δεκαετιών του ’50 και του ’60 έκανε το συγγραφικό υποκείμενο ταπεινό, εντεταλμένο και εν μέρει άβουλο γραφιά μιας «Γενικής Σημειωτικής Υπηρεσίας», ενώ ταυτόχρονα παραχωρούσε εξουσίες ερμηνευτικού λύειν και δεσμείν στον αναγνώστη. Και μέσα στα απόνερα της «φαινομενολογικής αναγωγής» του Χούσερλ, οι θεωρίες της αναγνωστικής ανταπόκρισης εμπιστεύθηκαν το νόημα του κειμένου αποκλειστικά και μόνο στον ορίζοντα προσδοκίας ατόμων και κοινοτήτων για να συντελεστεί έτσι ο «εκδημοκρατισμός του νοήματος» (πριν από τη σύγχρονη μετανεωτερική του σχετικοποίηση). Φαίνεται ότι μέσα σε αυτό το κλίμα, ο μεταφραστής, που είναι ο κατ’ εξοχήν αναγνώστης, μπορεί τώρα να διεκδικεί το δικό του μερτικό ερμηνευτικής αμεριμνησίας απέναντι στις εντολές του πρωτοτύπου. Ο άλλος λόγος έχει πιο τοπικό χρώμα και είναι πιο εξωγενής, αλλά θαρρώ ότι ούτε η θέρμη και η ηδονή του ελληνικού καλοκαιριού ούτε ο νεωτεριστικός κνησμός των φεστιβαλικών σκηνοθετών ούτε τα άδηλα και παρασκηνιακά συμβόλαια δεν πρέπει να επιτρέπουν σε κανέναν να τυραννά τα αφτιά μας με κίβδηλο, φάλτσο και αυτοσχέδιο βιολί κάτω από τη μεταφραστική λεοντή. Γιατί κάτι τέτοιο, εκτός των άλλων, προσβάλλει ευθέως εκείνους που, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, αγωνιούν και αγωνίζονται στον πραγματικό μεταφραστικό στίβο.

Ο Θ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μόλις παρέδωσε τη μετάφραση της «Αινειάδας» του Βιργιλίου (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης), ενώ παλιότερα έχει μεταφράσει την «Ερωτική τέχνη» (εκδ. Καστανιώτη, 2000) και το «Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους» (ανθολόγηση – μετάφραση, Gutenberg, 2009)