Δυόμισι μήνες μετά τις εκλογές και εν μέσω συνεχιζόμενης αβεβαιότητας για το ποιόν της επόμενης κυβέρνησης, ένας περίεργος εφησυχασμός φαίνεται να απλώνεται παντού. Ομως θα ήταν ανόητο να πιστέψουμε ότι μια χώρα όπου τα αντισυστημικά κόμματα κέρδισαν το 55% της λαϊκής ψήφου θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται σαν να μην έγινε τίποτα. Οι «βάρβαροι» δεν βρίσκονται πια προ των πυλών. Βρίσκονται εντός.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της κυβερνητικής συμφωνίας των δύο λαϊκιστικών κομμάτων θα είναι μεγάλες. Με χρέος προς το ΑΕΠ 132%, η δημοσιονομική κατάσταση της Ιταλίας είναι κρίσιμη. Εάν οι αγορές αρχίσουν να θέτουν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητά του, η κατάσταση μπορεί γρήγορα να ξεφύγει από τον έλεγχο. Η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη ώστε να αντιμετωπίσει την κρίση ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, όπως έγινε με την Ελλάδα ή την Πορτογαλία. Θα πρέπει να προστρέξει για βοήθεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μπορεί να γίνει ακόμα και αναδιάρθρωση του χρέους.Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα επιμείνει στη δημοσιονομική πειθαρχία. Το ερώτημα είναι ποια στρατηγική θα πρέπει να ακολουθήσει η Ιταλία για να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό της πρόβλημα. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα τεράστιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού –τουλάχιστον όχι πρόσφατων. Με την εξαίρεση του 2009, υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα εδώ και 20 χρόνια –κάτι που δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη χώρα.

Η ρίζα του δημοσιονομικού προβλήματος της Ιταλίας είναι πως κληρονόμησε εξαιρετικά υψηλό χρέος από τη δεκαετία του ’80 και δεν έχει σημειώσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη εδώ και δύο δεκαετίες. Το πραγματικό ΑΕΠ το 2017 ήταν στο ίδιο επίπεδο με το 2003 και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν στα επίπεδα του 1999. Με στάσιμο παρονομαστή είναι δύσκολο να μειωθεί η αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ: η κληρονομιά του παρελθόντος βαραίνει το παρόν.

Η ενίσχυση της παραγωγικότητας αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα. Θα πρέπει να μειωθεί η απόσταση μεταξύ των μεγάλων εταιρειών –που είναι εφάμιλλες των γερμανικών και των γαλλικών –και των μικρότερων, των οποίων η παραγωγικότητα είναι στο μισό. Αυτό συμβαίνει παντού, όμως ειδικά στην Ιταλία είναι πολύ περισσότερες σε αριθμό, πολύ λιγότερο αποτελεσματικές και ευνοούν την οικογενειοκρατία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τι θα κάνει για το καίριο αυτό ζήτημα η επόμενη κυβέρνηση. Ολα τα πολιτικά κόμματα έχουν «πελάτες» να εξυπηρετήσουν. Θα πρέπει όμως να κατανοήσουν ότι λαϊκιστικές οικονομικές προτάσεις θα αποδειχθούν σύντομα αναποτελεσματικές. Και ίσως τώρα υπάρχει μια πιθανότητα να γίνει κάτι που θα φέρει αλλαγές. Μετά την πολιτική αναταραχή, η Ιταλία χρειάζεται και μια οικονομική.

O Ζαν Πιζανί-Φερί, καθηγητής στη Σχολή Διακυβέρνησης Hertie του Βερολίνου και Sciences Po του Παρισιού, έχει την έδρα Padoa-Schioppa στο European Univesity Institute