Αρχές Ιανουαρίου φθάνει για κούρα στο σανατόριο Άινφριτ η Γκαμπριέλε. Απ’ τη στιγμή που γέννησε, δέκα μήνες πριν, δεν κατάφερε να ξαναβρεί τις δυνάμεις της. Στο σανατόριο συναναστρέφεται τον εστέτ, ιδιόρρυθμο συγγραφέα, Ντέτλεβ Σπινέλ. Μια ιδιαίτερη σχέση δημιουργείται μεταξύ τους. Η κορύφωσή της, μέσω της μουσικής, αποβαίνει εν τέλει μοιραία.

Αυτή είναι η ιστορία που ξετυλίσσεται επί σκηνής στην παράσταση «Τριστάνος» που ανεβαίνει από Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Νέος Κόσμος, τηλ. 2109212900, είσοδος 10-17 ευρώ). Πρωταγωνιστούν οι Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κορωναίος, Γιώργος Κριθάρας, Μαρία Μαγκανάρη και Βασιλική Σκευοφύλαξ ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει η Μαρία Μαγκανάρη που έχει κάνει επίσης και τη διασκευή του έργου.

Γραμμένο σαν αντίστιξη στην όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», ο «Τριστάνος» του Τόμας Μαν (εκδ.1903), είναι ένα sui generis έργο –ένα «μπουρλέσκο» κατά τον ίδιο τον συγγραφέα. Φαινομενικά το έργο αφηγείται ένα δράμα, η λεπτή ειρωνεία που το διατρέχει όμως, μας κάνει όχι μόνο να συμπάσχουμε, αλλά και να γελάμε με τα πρόσωπα, τις σχέσεις και τα πάθη τους. Ο έρωτας, ο θάνατος, η μουσική, η μητρότητα παρουσιάζονται ως δυνάμεις που μπορούν ν’ ανυψώσουν αλλά και να συντρίψουν τους διφορούμενους ήρωές του.

Στον πυρήνα του «Τριστάνου» βρίσκονται θεμελιώδη ερωτήματα για το ρόλο του καλλιτέχνη, τη σχέση ηθικής- αισθητικής, τη μάχη μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας. Η διαπραγμάτευση των παραπάνω δεν γίνεται μόνο μέσω του περιεχομένου του έργου, αλλά και μέσω της μορφής του. Ο «Τριστάνος» γίνεται έτσι το πεδίο εφαρμογής μιας τολμηρής υπόθεσης: τι σημαίνει για την αφήγηση η χρήση της τεχνικής του λαϊτμοτίφ – τεχνική που χρησιμοποιεί ο Βάγκνερ στη μουσική του σύνθεση; Ακόμα, πώς η ίδια η δυναμική της ιστορίας επηρεάζει τη μορφή της;

Για να προσεγγίσουν οι συντελεστές της παράστασης το αμφίθυμο, ποιητικό σύμπαν του Τόμας Μαν, επέλεξαν να καθοδηγηθούν απ’ την αισθητική και την νομοτέλεια της ονειρικής εμπειρίας, αυτής της «βασιλικής οδού για το ασυνείδητο». Προσπάθησαν να δούνε το Σανατόριο και τους τρόφιμούς του όπως ίσως θα απεικονίζονταν μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο, το καλό και το κακό μπερδεύονται, και όπου ένας Τόπος Πόνου μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και ένας Τόπος Θαυμάτων.

Η σκηνοθέτιδα της παράστασης Μαρία Μαγκανάρη, μιλάει στα «Νέα» για το σκεπτικό της πίσω από το ανέβασμα του έργου.

1.Πόση αλληλεπίδραση υπάρχει ανάμεσα στην παράσταση και το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ;

Με τον «Τριστάνο» ο Τόμας Μαν εγγράφεται, όπως και ο Βάγκνερ, στη λίστα αυτών που έχουν ασχοληθεί με τον, μεσαιωνικής προέλευσης μύθο του θρυλικού ζευγαριού που πεθαίνει στο βωμό του έρωτα.

Η νουβέλα είναι γραμμένη σαν αντίστιξη στην όπερα του Βάγκνερ. Εκφράζει την ιδιαίτερη σχέση που είχε ο συγγραφέας με τον συνθέτη και το έργο του. Σχέση μεγάλου θαυμασμού αρχικά, που εξελίχθηκε, στην πορεία, σε αμφισβήτηση.

Αυτό που στον Βάγκνερ είναι δράμα και πάθος, στον Μαν γίνεται ειρωνεία. Καταρχάς, η δράση της νουβέλας τοποθετείται σ’ένα σανατόριο, έναν τόπο όπου ο έρωτας είναι εξ ορισμού καταδικασμένος, όπως καταδικασμένοι είναι λόγω της αρρώστιας τους οι περισσότεροι τρόφιμοί του. Το σώμα έρχεται σε πρώτο πλάνο, αλλά μ’έναν διφορούμενο τρόπο. Το σώμα της Γκαμπριέλε, της «Ιζόλδης» νοσεί, η ίδια υποφέρει από μια μεταδοτική πάθηση (φυματίωση) που αυτόματα την καθιστά απροσπέλαστη, απλησίαστη σωματικά. Σε αντίθεση με το σύμπαν του Βάγκνερ (οργιαστική φύση, ήρωες γεμάτοι πάθος), εδώ έχουμε πρόσωπα καθηλωμένα, περίκλειστα, αντιερωτικά. Η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου στην παράσταση (Δ.Γκόγκου, Ε. Κανακίδου, Σ.Σαμαρτζίδου), έλαβε σοβαρά υπόψιν της αυτό το στοιχείο.

Η επιρροή της σύνθεσης του Βάγκνερ είναι ιδιαίτερα εμφανής στη δομή και το ρυθμό της αφήγησης στη νουβέλας. Η χρήση του Leitmotiv, του καθοδηγητικού μοτίβου, που είναι βασικό στον Βάγκνερ, υιοθετήθηκε και από τον Μαν. Ένα κομμάτι της δουλειάς μας στην παράσταση ήταν η διερεύνηση της λειτουργίας του μοτίβου στη θεατρική του εκδοχή (ήχος, φως, δράση ηθοποιών).

Υπάρχει μια σκηνή στον «Τριστάνο» που είναι ανάλογη της Β’ πράξης της όπερας, (της συνάντησης των εραστών), αλλά με έναν παράδοξο τρόπο: όταν οι δύο επίδοξοι εραστές μένουν μόνοι στο εντευκτήριο του σανατορίου, δεν προβαίνουν σε περιπτύξεις. Η απαγορευμένη πράξη στην οποία θα προχωρήσουν είναι το να παίξει η Γκαμπριέλε πιάνο (κάτι που της έχει απαγορευτεί λόγω της ασθένειάς της).

Η παρτιτούρα του «Τριστάνος και Ιζόλδη» θ’αντιμετωπιστεί και από τους δύο σχεδόν ως ιερό και απαγορευμένο κείμενο, ως επικίνδυνη μουσική και ως μέσο για να επιτευχθεί η ένωσή τους. Η ιστορία τότε οδηγείται στην κορυφωσή της αλλά και στο φινάλε της- υπό τους ήχους της Β’ πράξης της όπερας.

Στον δικό μας Τριστάνο επιλέξαμε ν’ακολουθήσουμε τη δομή της όπερας: η παράσταση αποτελείται από τρία ευδιάκριτα μέρη, που διαφέρουν μεταξύ τους και στο σκηνοθετικό ύφος: ανάπτυξη του θέματος, κλιμάκωση και λύση.

2.Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε τη συγκεκριμένη παράσταση;

Όταν διάβασα τη νουβέλα, ένα χρόνο πριν, αισθάνθηκα σαν να συναντήθηκα με κάτι που με αφορούσε προσωπικά. Ο γιος μου, εκείνη τη στιγμή, είχε την ηλικία του γιου της Γκαμπριέλε. Ως νέα μητέρα,αναρωτιόμουν κατά πόσο μπορούν να συνδυαστούν οι δύο ιδιότητες (της μητέρας και της καλλιτέχνιδας), τόσο πρακτικά, όσο και ψυχικά. Στον «Τριστάνο» η Γκαμπριέλε γίνεται το “πεδίο” της σύγκρουσης μεταξύ της οργανωμένης, αστικής ζωής και της τέχνης, μεταξύ μητρότητας και πάθους, μεταξύ πραγματικού και φανταστικού.

Επιπλέον, μου άρεσε το ότι το ύφος της αφήγησης έχει έναν κωμικό, ειρωνικό τόνο, παρότι τα γεγονότα που περιγράφονται είναι δραματικά (“patho-comedy” έχει χαρακτηριστεί από μελετητές του). Μ’ ενδιέφερε πολύ να διερευνήσω τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ δραματικού και αστείου.

3. Πώς ζωντανεύει η ιστορία μέσα από την ονειρική εμπειρία που επιλέξατε;

Νομίζω πως μια ρεαλιστική, λογική ανάγνωση του έργου θα ακύρωνε το ύφος του. Το ίδιο το κείμενο είναι διφορούμενο, παίζει με διάφορα αφηγηματικά ύφη. Υπήρχε η ανάγκη μιας πιο λοξής, υπερβατικής ματιάς.

Όταν κάποτε ο Τ. Μαν επισκέφτηκε ένα σανατόριο, εντυπωσιάστηκε “από αυτό το μείγμα ανεμελιάς και θανάτου” που συνάντησε εκεί. Μας ενδιέφερε η δημιουργία ενός τέτοιου τόπου στην παράσταση, ενός τόπου αντιθέσεων, έκπληξης, πόνου αλλά και θαυμάτων. Ένα τέτοιο πεδίο είναι και τα όνειρά μας, πάντα διφορούμενα και αινιγματικά, που μας προτείνουν το φανταστικό με όρους πραγματικότητας. Η παράσταση “δανείστηκε” από το μηχανισμό και την αισθητική του ονειρικού γεγονότος, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ αυστηρής δομής και παραφοράς. Σε αυτή την κατέυθυνση, ο φωτισμός (Μ. Γοζαδίνου) έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

4. Πώς αναδεικνύεται τελικά ο ρόλος του καλλιτέχνη μέσα από το έργο; Η ηθική και η αισθητική πώς τον επηρεάζουν;

Στην ιστορία της Τέχνης ανά περιόδους επαναλαμβάνεται το ερώτημα: η Τέχνη υπάρχει για να εξυπηρετεί κάποιον σκοπό (κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό) ή υπάρχει μόνο για τον εαυτό της; Πολύ συχνά, τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα απαντούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτό.

Ο Τόμας Μαν, επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ αλλά και του Νίτσε, έθετε συχνά στα έργα του ανάλογα ερωτήματα.

Την εποχή που γράφτηκε το έργο, το ρεύμα του Αισθητικισμου (“Η Τέχνη για την Τέχνη”) είχε γίνει “μόδα”. Ο Μαν είναι δύσπιστος απέναντι σε αυτό το ρεύμα. Στη νουβέλα ο καλλιτέχνης που αναπαρίσταται, ο συγγραφέας του ενός βιβλίου Σπινέλ, ο “Τριστάνος” (= ο λυπημένος της ιστορίας), παρουσιάζεται ως φαιδρό πρόσωπο. Είναι σκοτεινός και μάλλον επικίνδυνος. Ο Τ.Μαν δυσπιστούσε πάντα απέναντι στον τρόπο ζωής των καλλιτεχνών, και του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου. Ως γνήσιος είρων, γράφει σ’ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο: “Ένας καλλιτέχνης είναι, εν ολίγοις, ένας απολύτως άχρηστος σε όλους τους τομείς των σοβαρών δραστηριοτήτων, ένας που σκέφτεται μόνο τρέλες, παιδαριώδης, επιρρεπής στην ασωτία, τσαρλατάνος… Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση για την αξία της τέχνης και την αναγκαιότητά της, έχει δοθεί από το σπουδαίο έργο του.

5. Πώς καταφέρνετε να ισορροπείτε ανάμεσα στο δράμα και την λεπτή ειρωνεία που κουβαλάει το έργο;

Η βασική μέριμνα στην πρόβα ήταν να κυριολεκτήσουμε και να μην υπονομεύσουμε καθόλου το κείμενο και τις σχέσεις των ηρώων- θεωρώ γενικά την υπονόμευση στο θέατρο, έναν σχετικά πιο “εύκολο” κώδικα. Παρατήρησα, πως όσο πιο πιστοί ήμασταν στις συνθήκες που δίνονταν, τόσο πιο ενδιαφέρον έβγαινε το αποτέλεσμα. Ας πούμε, όταν κάποιος εκμηστηρεύεται κάτι που τον βασανίζει ειλικρινά, και την ίδια στιγμή φοράει ένα κωμικό κοστούμι, αυτόματα δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αντίθεση, μια αμηχανία. Ο θεατής μπορεί να συμπάσχει με τον ήρωα, μα και να γελάει μαζί του. Βασικό ρόλο ως προς αυτήν την κατεύθυνση έπαιξαν τα κοστούμια της παράστασης (κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος).

Συχνά έχουμε την ανάγκη να διαχωρίζουμε αυστηρά τα είδη, νιώθουμε ίσως πιο ασφαλείς ως κοινό. Έτσι όμως δεν αφηνόμαστε σε αυτό που συμβαίνει πραγματικά στη σκηνή, παρά μένουμε αγκυλωμένοι σε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.

Είμαι περίεργη να δω πως θ’αντιδράσει εδώ το κοινό. Μακάρι ν’αφεθεί στην παράσταση όπως αφήνεται στα όνειρά του!